Μερικοί μοναχοί από ένα μοναστήρι έβλεπαν κάτι όνειρα και έβγαιναν αληθινά.

Απορούσαν, λοιπόν, πώς συνέβαινε, εκείνο που έβλεπαν το βράδυ στη φαντασία, να το συναντούνε ξημέρωμα στη πράξη και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, αν ήταν από φώτιση Θεού, ή συνεργεία των δαιμόνων.

Μια μέρα ξεκίνησαν, φέρνοντας μαζί τους και ένα γαϊδουράκι, να πάνε να ρωτήσουν τον Άγιο Αντώνιο. Στα μισά του δρόμου όμως, καθώς πήγαιναν, ψόφησε το γαϊδουράκι, κι’ έτσι πήγανε μονάχοι τους και παρουσιαστήκαν.

Ο Άγιος Αντώνιος μόλις τους είδε να τον πλησιάζουν, πριν ακόμα τον χαιρετίσουν, τους λέει:

-«Ψόφησε λοιπόν το γαϊδουράκι στο δρόμο;»

Εκείνοι απόρησαν ακόμη περισσότερο και του λένε: «Μα πώς το ξέρεις, Αββά Αντώνιε, ότι το γαϊδουράκι ψόφησε στο δρόμο ;»

Κι’ εκείνος τους απήντησε : «Μου το είπαν οι δαίμονες πριν έλθετε σεις».

Τότε πλέον, έλυσαν την απορία τους και κατάλαβαν, ότι και οι δαίμονες είναι δυνατόν να βάζουν στο νου των ανθρώπων τα μέλλοντα, για να τους εξαπατήσουν.

Κάποτε ο Άγιος Αντώνιος είδε όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες πάνω στη γη κι’ απόρησε λέγοντας μόνος του : «Και ποιός μπορεί να τις περάσει ;»

Ακούσθηκε λοιπόν φωνή από τον ουρανό και είπε ; «Η ταπεινοφροσύνη».




Πηγή

0 Comments:

Post a Comment