Και τώρα χαράς ευαγγέλια. Ιδού πώς κερδίζεται ο παράδεισος. Όπως τον κέρδισε ο κολασμένος ιππότης.

Ή παράδοσης αποσιωπά το όνομα του ιππότου, του οποίου θα διηγηθώ την ιστορία λέγει μόνο ότι κινούμενος εκ του φόβου της αιωνίου καταχρίσεως Και όχι από ειλικρινή μετάνοια, ο ιππότης αυτός περιεβλήθη τρίχινο σάκο Και έλαβε τη ράβδο του προσκυνητού για να μεταβεί σε κάποιο μοναστήρι, να εξομολογηθεί τα αμαρτήματα του. Ή εξομολόγησης διήρκησε επί πολύ. Ποτέ χριστιανός δεν είχε λεηλατήσει τόσες εκκλησίες, καταστρέψει τόσα μοναστήρια, απογυμνώσει τόσους ταξιδιώτες, βλασφημήσει συχνότερα το όνομα του Χριστού Και της Μητρός αυτού' αλλά κατά την αφήγησιν των εγκλημάτων του εύρισκε ακόμη τόση ευχαρίστηση, ώστε ο ηγούμενος ο όποιος τον εξομολογεί τρόμαξε λιγότερο από το μέγεθος Και τον αριθμό των αμαρτημάτων τα όποια διέπραξε, παρά από την σατανική έπαρση ή οποία τον οδήγησε εις το να αρέσκεται σ' αυτά.

-Τέκνο μου, του είπε, είπε στον μετανοούντα όταν ούτος τελείωσε την τρομερά του εξομολόγηση' μη περιμένεις από μένα άφεση. Είσαι ακόμα στην εξουσία του σατανά Και τα αμαρτήματα δεν συγχωρούνται παρά για 'κείνους οι όποιοι δάμασαν την πονηρά των ψυχή. Ακούων αυτούς τους λόγους ο ιππότης, έμεινε άναυδος! Τόσο ή σύγχυσης, ή έκπληξης Και ή οργή τον έπνιγαν! Έπειτα ενέδωσε εις την μανία.

-Καλόγερε!, αναφώνησε τέλος, μπορείς να μου επιβάλεις τον κανόνα πού θέλεις τίποτα δεν κάμπτει το θάρρος μου θέλεις να διατρέξω γονυπετώς ένα μακρύ δρόμο ή εκείνον ο όποιος άγει μέχρι της Καμποστέλλης, όπου αναπαύεται ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος του Κυρίου; Κανείς δεν διήνυσε αυτόν τον δρόμο με τα γόνατα. Τα δικά μου θα γίνουν υστέρα άπ' αυτήν την διαδρομή σκληρότερα Και τυλωδέστερα από τα γόνατα των αραβικών χαμηλών. Και εξηκολούθει να ομιλή. Τότε ο ηγούμενος χωρίς να προφέρη λέξη εκίνησε την κεφαλή για να πει το Όχι!

Τότε επανέλαβε ο μετανοών.

-Θέλεις, επανέλαβε, θέλεις να πάω υπερποντίως για να πολεμήσω τους απίστους; Δεν ευρίσκεται... δεν ευρίσκεται άνθρωπος στον κόσμο τόσο ισχυρός Και γενναίος, όσο εγώ! Θα προκαλέσω τον ηγεμόνα Σαλαδίνον, θα τον φονεύσω υπό τα όμματα των ακολούθων του θα τρέψω εις φυγή τον στρατό του, θα απελευθερώσω τον Πανάγιο Τάφο Και θα στείλω για τη μονή σου μια άκανθα από τον στέφανο του Βασιλέως της δόξης.

Ό ηγούμενος σιωπούσε. Και πάλι με κίνησι της κεφαλής... Όχι!

-Ομιλεί! αναφώνησε ο ιππότης. Μίλα!, χτυπώντας τις πλάκες με το ραβδί του. Σου εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου, σου ζητώ έναν κανόνα, είσαι υποχρεωμένος να μου τον ανακοίνωσης. Απάντησε!

-Μη παραφέρεσαι, Τέκνο μου, απάντησε ο μοναχός με μειλιχιότητα.

Τότε ο ιππότης ριπτόμενος εις τους πόδας του.

-Λυπήσου με, ικέτευσε, σώσον με από την αιώνιων κόλασιν ! Φοβούμαι τις φλόγες του εξωτέρου πυρός Και την αιώνια καταδίκη! Ό ηγούμενος τον ανασήκωσε Και του είπε

-Σήμερα δεν μπορώ να κάμω τίποτα για σένα. Έλα αύριο. Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα Και ίσως δυνηθώ να σου ειπώ ποιόν κανόνα ή Παναγία θα μου έμπνευση να σου δώσω.

Ό ιππότης απεσύρθηκε κι ο ηγούμενος καθώς είπε παρέμεινε προσευχόμενος, κλαίγοντας όλη τη νύχτα, ζητώντας από τη Μητέρα του Θεού ποία δοκιμασία θα επιβάλει εις αυτόν τον αμαρτωλό ο όποιος μέχρι κι αυτής της επιθυμίας του να επιτυχή έλεος, εξακολουθούσε να τρέφει τόση υπερηφάνεια. Ή Θεοτόκος τότε ενεφανίσθη φέρουσα εις τάς χείρας της ένα βαρελάκι, όμοιο με 'κείνο το όποιον φέρουν οι χωρικοί όταν πηγαίνουν για να θερίσουν.

-«Λάβε το βαρελάκι αυτό Και δώσ' το εις τον υπερήφανο, Και όταν το γέμιση, αι αμαρτίαι του θα συγχωρεθούν».

Επάνω σ' αυτούς τους λόγους εξαφανίστηκε εις το φεγγοβόλημα της αυγής, αφήνουσα εις χείρας του καλού δούλου της το ξύλινο βαρελάκι. Όρθρου βαθέως, ο ιππότης, μεστός αλαζονείας Και αγωνίας ξαναπαρουσιάζεται στο μοναστήρι. Ό ηγούμενος του δίνει το βαρελάκι στα χέρια, επαναλαμβάνοντας επί λέξει ότι είπε ή Θεοτόκος· «λάβε αυτό το βαρελάκι κι όταν το γέμισης θα συγχωρεθούν τα ανομήματά σου». Ό ιππότης εκπλαγείς από τον απλούν αυτόν κανόνα, ενώ αυτός είχε προτείνει τόσους Και μάλιστα ασυνήθεις, έτρεξε εις την βρύση. Αλλά μόλις εισήρχετο από την οπή, διέρρεε από το βαρελάκι δια μυρίων σχισμών αφανών. Εικοσάκις επανέλαβε τη δοκιμή Και εικοσάκις το βαρελάκι έμεινε κενό. Τέλος, νομίζοντας ότι έπεσε θύμα μαγείας, ρίπτει καταγής το βαρελάκι Και το χτυπά με το πόδι για να το συντρίψη. Άλλα το βαρελάκι αντέχει, αν Και βλέπων τις αυτό θα το θεωρεί τόσο εύθραυστο, ώστε ένα παιδάκι θα το μετέβαλε σε συντρίμμια. Επιστρέφοντας τότε στον ηγούμενο...

-Το βαρελάκι, είπε εξοργισμένος, είναι έργο μαγείας Και εγώ δεν είμαι μάγος! Δεν ζητώ καλύτερο από το να υποφέρω, αλλά δεν δύναμαι να κάνω θαύματα. Δώσε μου λοιπόν έναν κανόνα τον όποιον θα είμαι εις θέσιν να εκτελέσω.

Με τη μεγαλύτερα Και πάλι ηπιότητα ο ηγούμενος απάντησε

-Γέμισε αυτό το βαρελάκι, τέκνο μου, Και όταν γεμίσει θα συγχωρεθούν τα πταίσματα σου. Και επί τούτοις απεμακρύνθη, αφήνων τον ιππότη του εν αγανακτήσει Και λέγοντα καθ' εαυτόν

-Σε περιπαίζουν! Άφησε αυτό το βαρελάκι, τον τρίχινο σάκο Και τη ράβδο, άναβα εις τον οίκον σου Και εξακολουθεί να ζεις όπως έζησες έως τώρα, του 'λεγε ο διάβολος. Άλλα ταυτοχρόνως έβλεπε ενώπιον του τάς αιωνίους φλόγας, πράγμα το όποιον τον ενέβαλε εις σκέψεις Και το αποτέλεσμα των σκέψεων του κατέληξε εις το να περισυλλέξει την ράβδο του, να κρέμαση το βαρελάκι από τον ώμο του Και να ξεκινήσει για να βρή το θαυματουργικό νερό το όποιον θα γέμιζε το βαρελάκι του. Έπλανήθη εις ολόκληρο την γη, διέτρεξε όλες τις θάλασσες, κατήλθε όλους τους ποταμούς, τους παγωμένους Και τους θερμούς, εκείνους οι όποιοι χάνονται εις την άμμο και εκείνους οι όποιοι εισχωρούν εις τα φυλλώματα όπου δεν τρέφουν καμιά ζωή Και εις όσους κατοικούν μυθώδεις ιχθύες, όσους κυλίουν λάσπη Και όσους χρυσά χαλίκια, εκείνους εις τους οποίους λούονται είδωλολάτραι Και τον ωραιότερο Και πολυτιμότερο όλων, εκείνον εις τον όποιον ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Έσκυψε υπεράνω των πηγών, όσες ανήκουν εις τάς Νύμφες Και όσες υπάγονται εις την προστασία των αγίων εκείνων Και αί οποίαι δίδουν συζύγους εις τάς νεανίδας Και αϊ οποίαι φέρουν θεραπεία εις τους ασθενείς.

Άλλα καμία πηγή, ούτε ρυάκι, ούτε λίμνη, ούτε ποταμός, ούτε και ωκεανός δεν άφησε σταγόνα από το νερό τους εις το βαρέλι, στο βαρελάκι. Πόσες φορές στην απελπισία του ο στυγνός οδοιπόρος δοκίμασε να ξεκάμει το «μαγεμένο» βαρελάκι, αλλά οι φλόγες δεν ήθελαν να το καύσουν, οι λίθοι ηρνούντο να το συντρίψουν, κι όταν το έρριπτε εις τα βάραθρα μια δύναμης ανίκητος τον ωθεί εις το να καταβή εκεί για να το αναζήτηση Και να το ανασύρει.

Ό,τι κι αν έκανε, δεν μπόρεσε να το καύση, να το σπάσει ή να το χάση, ούτε μάλιστα Και να το γέμιση. Λοιπόν, μετά πάροδον μακρού χρόνου, πολύ αργότερα, μιαν εσπέρα παγωμένη των Χριστουγέννων, κατά την οποίαν εις ακτίνα πολλών χιλιομέτρων δεν θα εύρισκε κανείς ούτε μια σταγόνα ύδατος ή οποία να μην ήτο αιχμάλωτος του πάγου, Και κατά την οποία όλοι οι κώδωνες του κόσμου σήμαιναν με όλη των την έντασιν δια να διασπείρουν εις τους ανθρώπους το άγγελμα της συγγνώμης, εις προσκυνητής, παγωμένος από το ψύχος Και τη δυστυχία, έστεκε ενώπιον του μοναστηρίου όπου άλλοτε είχε παρουσιαστεί μετανοών αλλά Και αλαζόνας εις βαθμό ανήκουστο, Και ο ηγούμενος δεν τον ανεγνώρισε!

-Ποιος είσαι, άνθρωπε του Θεού;

Χωρίς να απάντηση ο άνθρωπος του Θεού, έβγαλε κάτω από το μανδύα του το βαρελάκι, σκονισμένο Και άδειο.

-Πάρτο, να το, στο 'φερα, δες το, είπε τέλος, Και αναγνώρισαν το βαρελάκι το οποίο μου έδωσες άλλοτε. Το βύθισα εις όλας τάς κρήνας, Και σε όλες τις λίμνες Και σε όλους τους ποταμούς της γης Και σε όλες τις θάλασσες Και τους ωκεανούς ούτε μια σταγόνα δεν έμεινε στο βάθος του βαρελιού. Αλλοίμονο! ή αιώνιος καταδίκη μου είναι βεβαία! Ώ, πόσον λυπούμαι την ζωήν μου Και την ψυχήν μου!

Ενώ έλεγε αυτάς τάς λέξεις, για πρώτη φορά ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Και έπεσε εις το βαρελάκι Και το βαρελάκι γέμισε!

Αυτού της μετανοίας αξίωσαν Και ημάς, Χριστέ ο Θεός. Αμήν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ ΕΣΤΙ





http://apantaortodoxias.blogspot.com/2010/06/blog-post_05.html

0 Comments:

Post a Comment