«Ὅταν βλέπεις ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καί δέν μπορεῖ πιά νά μείνει μέσα στήν καρδιά καί στήν προσευχή πού γίνεται μέσα σ’ αὐτή, τότε :
α) Ἄφησέ τον νά βγαίνει ἔξω καί νά ἀσχολεῖται μέ μελέτες καί παρατηρήσεις σέ νοήματα θεῖα καί πνευματικά· τόσο σ’ αὐτά πού περιέχονται μέσα στίς Γραφές, ὅσο καί σ’ αὐτά πού βρίσκονται στά κτίσματα, ἰδιαίτερα στά νοητά. Διότι, αὐτά τά πνευματικά νοήματα, ἐπειδή εἶναι συγγενῆ μέ τόν νοῦ καί ἔχουν τήν λεπτότητα καί τήν ἰδιότητα τοῦ ἄυλου δέν τόν ἀφήνουν νά παχαίνει. Ἀντίθετα τόν κάνουν μέ εὐκολία νά ἐπιστρέφει στόν τόπο τῆς καρδιᾶς καί νά ἑνώνεται πάλι μέ τήν νοερή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μία ἄλλη διέξοδος ἐπίσης:
β)Γιά ἀνάπαυση καί παρηγοριά τοῦ νοῦ σου, μπορεῖς νά σκεφτεῖς τά μυστήρια της ζωῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης
γ) Μπορεῖς, ἀκόμη γιά νά καλλιεργήσεις τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς σου καί τήν μετάνοια, νά σκέπτεσαι τό μυστήριο καί τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου σου, καθώς καί τήν τρομερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Δέν σοῦ λέω νά ἀσχολεῖσαι πάντα μέ αὐτά, ἀλλά νά τά μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε- κάποτε καί μερικές φορές, ὡς πού νά ξεκουρασθεῖ ὁ νοῦς σου καί πάλι νά ἐπιστρέψει στήν καρδιά. Ἐκεῖ δέ εὑρισκόμενος θά πρέπει νά ἐργάζεται τήν ἀφάνταστη καί ἀσχημάτιστη ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί ἔτσι νά διατηρεῖ τήν καρδιακή μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Σέ τίποτα ἄλλο δέν ἀναπαύεται ὁ νοῦς τόσο, ὅσο, στό νά βρίσκεται μέσα στό θάλαμο τῆς καρδιᾶς καί στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο καί ἀπό ἐκεῖ, νά πολεμᾶ τούς λογισμούς καί τά πάθη πού ἐκεῖ μέσα εἶναι κρυμμένα,[1] ἄν καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτό δέν τό γνωρίζουν.
Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως σοῦ λέω, ὅτι γιά νά πολεμᾶς καί νά προφυλάγεσαι καλά, νά μήν ἀφήνεις τήν
φαντασία καί τήν ἐνθύμησή σου νά θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, πού εἶδες ἤ ἄκουσες ἤ μυρίστηκες ἤ γεύτηκες ἤ ἔπιασες καί ἰδιαιτέρως, τά ἄσεμνα καί κακά. Γιατί ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ μέ τήν δοκιμή, πώς περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν φαντασία καί τήν ἐνθύμηση ἐνός πράγματος, παρά ἀπό τήν ἰδία τήν αἴσθησή του».

[1] «Ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτά εἶναι πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ὅτι ὅμως καί οἱ ἐχθροί δαίμονες τριγύρω ἀπό τήν καρδιά κρύβονται καί βρίσκονται (κάτ’ ἐνέργεια ὅμως καί ὄχι κάτ’ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν) αὐτό τό ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος (ὁ ἐπίσκοπος Φωτικῆς), λέγοντας ὅτι: Πρό μέν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ Θεία Χάρις παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο στά καλά ἀπό μέσα, ὁ δέ σατανᾶς παραφυλάει στά βάθη τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δέ βαπτισθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπό τήν καρδιά, ἐνῶ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος΄). Πλήν καί μετά τό Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ΄), παραχωρεῖται στούς δαίμονες νά βρίσκονται στά βάθη τοῦ σώματος (καί μπορεῖ νά πεῖ κάποιος στήν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιά δοκιμασία τοῦ ἀνθρώπινου αὐτεξουσίου. Ἀπό ἐκεῖ ἐρεθίζουν τόν νοῦ μέ τήν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι’ αὐτό λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἀγαποῦν νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοί βρίσκονται μέσα τους, γιά νά μήν τούς διώχνουν ἀπό ἐκεῖ καί τούς πολεμοῦν μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο πρέπει νά λέγεται συνεχῶς μέσα στή καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας: Ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος, πώς τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφοῦ ἐξέλθει ἀπό τόν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτά ἄλλα πνεύματα καί εἰσέρχονται καί κατοικοῦν σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπον (Μάτθ. 12,43), αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετά τό Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νά μπαίνουν οἱ δαίμονες στόν βαπτισθέντα, γιά τούς πονηρούς λογισμούς καί τά λόγια καί τά κακά ἔργα, πού ἔκανε μετά τό Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τά Φῶτα, βλ. καί τό Κ΄ κεφάλ. τοῦ β΄ μέρους).


Περίληψη ἀπό τό Β΄ μέρος τοῦ ΚΕ΄ κεφ. τοῦ Ἀοράτου Πολέμου: Πῶς πρέπει νά διορθώνουμε τή φαντασία καί ἐνθύμησή μας (Μετάφραση Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Νεοσκητιώτου) σελ. 130-134


0 Comments:

Post a Comment