ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΩΜΑ.............


ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΩΜΑ

Κάποιος κλέβει δύο κότες ἀπό τό κοτέτσι τοῦ παπᾶ καί μετά ἀπό καιρό ἀποφασίζει νά τό ἐξομολογηθεῖ!

- Πάτερ μου ἔκλεψα δύο κότες!

- Νά τίς ἐπιστρέψεις, λέει ὁ παπᾶς.

- Πάτερ μου, τίς θέλετε ἐσεῖς;

- Ἐγώ, τοῦ λέει ὁ παπᾶς. Ὄχι. Νά τίς δώσεις σέ κεῖνον πού τίς πῆρες.

- Ἐκεῖνος δέν τίς θέλει.

- Ἔ! Τότε κρᾶτα τες.

Πάρα πολλές φορές ἡ διάθεσή μας εἶναι ἴδια. Νά ὑπεκφύγουμε! Γι᾿ αὐτό ἔκανα τήν σκέψη, καί με ἀφορμή τήν περίοδο πού διανύουμε, νά ποῦμε λίγες διασαφήσεις γι᾿ αὐτό τό πελώριο θέμα καί τίς τόσες συγχύσεις πού συνήθως ἔχει. Φανταζόμαστε ὅτι μέ τό νά πάω νά ἐξομολογηθῶ πάω σ᾿ ἕνα δικαστήριο… Πολλοί ἄνθρωποι λένε κιόλας, ὅταν ἔρθουν νά ἐξομολογηθοῦν, «πῶς θά μέ δικάσεις τώρα παπούλη». Φανταζόμενοι ὅτι βρίσκονται μπροστά σ᾿ ἕνα, ἔστω τοῦ Θεοῦ, δικαστή φυσικά ἀγωνιοῦν καί φοβοῦνται ὅπως ὅλοι μας στό δικαστήριο. Ἐνῶ, ἄν θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα δικαστήριο, εἶναι τό μόνο δικαστήριο πού βγάζει μόνο ἀθώους. Γιατί στήν ἐξομολόγηση πηγαίνει κάποιος γιά νά ἀθωωθεῖ. Δέν πάει γιά νά καταδικαστεῖ. Ἀκριβῶς γιά νά προλάβει τήν καταδίκη πάει. Πάει νά ἀθωωθεῖ πρίν καταδικαστεῖ. Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανεῖς πόσο στραβό εἶναι, σέ μιά τέτοια κίνηση γνησιότητας, νά μπερδεύει τά πράγματα εἶτε συνειδητά εἶτε ἀσυνειδήτως.

Πρίν πού ἀκούσαμε τό μικρό αὐτό ἀστεῖο ἤ ἀνέκδοτο, μᾶς φάνηκε πάρα πολύ γελοίο, νά λέει ὁ ἄνθρωπος πού ἔκλεψε τίς κότες ἀπ᾿ τόν ἴδιο τίς θέλεις, νά ἀκούει τό ὄχι, καί νά γίνεται ἕνας κύκλος τυπικά ἐντάξει καί οὐσιαστικά διαστροφικός.

Ἀκριβῶς ὅμως, ἐδῶ μπαίνουν μερικά θέματα, πού χρειάζονται ἐπεξηγήσεις. Τί σημαίνει μετάνοια. Τί εἶναι μετάνοια. Ἕνα θέμα γεμάτο παρανοήσεις. Καί ἄς ξεκινήσουμε ἀπό μακρύτερα.

Ἀκούγωντας τήν λέξη τί λέμε ἀμέσως; Ὅτι αὐτό εἶναι μιά ἐκκλησιαστική λέξη, μιά θρησκευτική λέξη, εἶναι ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς γλῶσσας. Πόσες γλώσσες ὅμως ὑπάρχουν; Ἡ θρησκευτικότητά μας εἶναι μέσα στή ζωή ἤ ἔξω ἀπό τήν ζωή; Μήπως εἶναι ξένη ἀπό τήν ζωή τελικά; Πάρα πολλές φορές κάνουμε τό ἐξῆς μπέρδεμα: Φανταζόμαστε τήν σχέση μας μέ τήν ἐκκλησία ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας πού εἶναι κάπου σέ μιά ἄκρη· σέ μιά ἀφορμή ἐπετειακή (Χριστούγεννα-Πάσχα)· σ᾿ ἕνα γεγονός πού δέν μᾶς ἀφορᾶ ὁλόκληρους, ἀλλά μᾶς ἀφορᾶ, μονάχα κατά τήν σκέψη ἤ σέ κάποια ἄκρη τοῦ μυαλοῦ μας ἄν θέλετε. Καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, αὐτοί πού περπατᾶνε στό τώρα (καί μεῖς στό τώρα περπατᾶμε, ἀλλά καμμιά φορά βρισκόμαστε στόν κόσμο μας) φαντάζονται ὅτι τέτοιου εἶδους θέματα εἶναι δραστηριότητες πού δέν τούς ἀφοροῦν. Ἵσως ἐμεῖς φταῖμε γιά τήν τοποθέτηση καί ἐκείνων. Ἐμεῖς ζοῦμε στραβά μέσα μας τήν ὑπόθεση, τήν ἐκλαμβάνουν καί κεῖνοι, ἀκόμα πιό στραβά. Καί βλέποντάς μας λένε: αὐτά ἐμένα δέν μέ νοιάζουν· δέν ἔχω καμμία διάθεση νά σκάψω μέσα σέ σκουπίδια. Γιατί φαντάζονται τήν μετάνοια ἤ τήν ἐξομολόγηση μιά ἐνασχόληση μέ πράγματα πού εἶναι σάπια, βρώμικα, λανθασμένα. Καταντοῦν λοιπόν αὐτά τά θέματα ξύλινη γλῶσσα. Ἔχει περάσει μιά ἐκκλησιαστική γλώσσα ξύλινη, ἡ ὁποία λέει «πνευματική ζωή», «ὁ πνευματικός ἄνθρωπος», «τί κάνεις μέ τήν πνευματική σου ζωή». Πόσες ζωές ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Μία ἔχει, δέν ἔχει δύο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δύο ἄνθρωποι ὁ καθένας μας, ἕνας καθημερινός κι ἕνας κυριακάτικος· ἕνας ἐπίσημος κι ἕνας ἀνεπίσημος· ἕνας πού φαίνεται κι ἕνας πού κρύβεται· ἕνας πού θέλει νά παρουσιάζεται κι ἕνας πού λειτουργεῖ πίσω ἀπό τό παραβάν. Καί ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ εἶδους τά μπερδέματα ξεκινάνε γιατί ὅπως εἶπα καί πρίν ἡ θρησκευτική μας ζωή δέν εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή.


Προσέξτε ἐδῶ ὑπάρχει μία λεπτομέρεια πού χρειάζεται ἐπεξήγηση.

Προσδιορίζοντας «θρησκευτική ζωή», παθαίνουμε κρυάδα στή προοπτική αὐτό πού ξέρουμε ὡς θρησκευτική ζωή, νά γίνει ὁλόκληρή μας ἡ ζωή. Γιατί φανταζόμαστε: πήγα στήν ἐκκλησία; Κρατάω καί μερικά πράγματα χοντρικώς; Καλά εἶμαι. Ἀπό κεῖ καί μετά μπορῶ νά κάνω αὐτό ἐτούτο ἤ τ᾿ ἄλλο. Ὅμως ἡ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας καί ἡ ὑγεία τῶν πραγμάτων λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐκκλησία. Καί ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἄμα αὐτό δέν τό ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ἀπό κεῖ καί μετά θά μπερδευτοῦμε.

Ἐμεῖς ἔχουμε τό ἐξῆς μπέρδεμα: Τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία τά φανταζόμαστε ἰδέες καί πνευματικά θέματα. Ἐνῶ τήν ζωή μας μία καθημερινότητα, πού κυλάει στόν δικό της τόν ρυθμό καί μᾶς κλέβει καί μᾶς μπερδεύει ἄν θέλετε. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο ὄχι γιά νά φτιάξει πνευματική ζωή στούς ἀνθρώπους! Σκεφτείτε τό ἀπλούστατο: πόσες φορές χρησιμοποιοῦμε τήν ἔκφραση «αὐτοί εἶναι πνευματικοί ἄνθρωποι» γιά ἀνθρώπους πού ἀσχολοῦνται μέ τά γράμματα. Ἔτσι, μέ τόν ἴδιο τρόπο λέμε , καί «πνευματική ζωή» γιά τήν ἐνασχόληση θά λέγαμε μέ τά θεολογικά γράμματα, ἐνῶ δέν εἶναι αὐτό πνευματική ζωή. Γιατί δέν ὑπάρχει πνευματική ζωή. Ὑπάρχει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ζωή χωρίς τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ἡ διαφοροποίηση ταξινομείται οὐσιαστικά ὄχι διανοητικά μόνον.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ὅμως Ἐκκλησία θεωροῦμε τόν Πατριάρχη, τόν Ἀρχιεπίσκοπο, τόν Δεσπότη, τόν κάθε παπᾶ. Καί συγχρόνως θεωροῦμε ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τόν ἑαυτό μας μέ τήν δυνατότητα νά κρίνει τούς πάντας. Εἶναι ἄλλωστε πιό εὔκολο αὐτό. Μέ αὐτό τό σκεπτικό δέν θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτό εἶναι τό θεμελιακό λάθος. Ἀπό δῶ καί πέρα ξεκινάνε ὅλα.

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι: Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στό ὁποῖο κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι μέλη· καί πρόβατα τῆς ἴδιας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: ἡ διάκριση ποιμένες καί πρόβατα εἶναι γιά τούς ἀνθρώπους. Γιά τόν Θεό «πάντες πρόβατα». Γιά τόν Θεό ὅλοι πρόβατα εἶναι. Καί ὁ Πατριάρχης· καί τό παιδάκι πού βαφτίστηκε σήμερα· καί ὁ ὁποιοσδήποτε παππούς καί γιαγιά· καί ὁ ὁποιοσδήποτε νέος ἤ γέρος· ὅλοι. Ἡ διάκριση ποιμένες-πρόβατα εἶναι μονάχα γιά τούς ἀνθρώπους. Τό σῶμα αὐτό, λοιπόν, ἔχει κεφαλή τό Χριστό καί μέλη ὅλους ἐμᾶς τούς ὑπολοίπους.

Ἐμεῖς βαπτιστήκαμε σέ μιά ἐποχή πού δέν καταλαβαίναμε τά πράγματα. Γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας… ἀσυνειδήτως. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή τή στιγμή, ἄς μή φοβόμαστε νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους, περνάει τήν σύγχυση τοῦ νά μή ξέρει ποιοί εἶναι μέλη της. Γιατί; Βαπτίζοντας νήπια, δέν ξέρει ἀπό κεῖ καί μετά τήν πορεία τους. Ἀπό πού ἄρχισε ὁ νηπιοβαπτισμός; Ἀπό τήν στιγμή πού ὅλη ἡ κοινωνία ἔγινε χριστιανική. Ὅμως προσέξτε: ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων ἔγινε χριστιανική. Καί ὅταν ἔγινε ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων χριστιανική, μετά αὐτονοήτως καί τά παιδιά τους τά ἔκαναν χριστιανούς καί κείνους. Ὅμως τώρα, ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων εἶναι χριστιανική; Οἱ ἐνήλικες ξέρουν μέ σαφήνεια ποιός εἶναι ὁ Χριστός καί ποιά ἡ σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία; Μή κοροϊδευόμαστε. Βαφτίζουμε τά μωρά με τήν ἐλπίδα τοῦ γονιοῦ. Γιατί ὁ ἀνάδοχος ἔχει καταντήσει τυπική διαδικασία ἀπό παλιά, ἀκόμα κι ἄν παλαιότερες γενεές σεβόντουσαν τόν νονό (κι ἐγώ θυμάμαι τόν μακαρίτη τόν πατέρα μου, νά μέ βάζει παπᾶ ὄντας, νά φιλάω τό χέρι τῆς νονᾶς μου). Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία παλαιότερα πῶς περπατοῦσε; Ἐγώ γινόμουνα χριστιανός κι ὁ γείτονάς μου ἔβλεπε ὅτι κάτι ἄλλαξε στήν ζωή μου. Καί ἐπειδή αὐτή ἡ ἀλλαγή τόν ένδιέφερε κι αὐτόν, ἔλεγε: «Ρε παιδί μου κάτι τρέχει στήν ζωή σου. Τί ἔγινε;». Κι ἔλεγα ᾿γῶ: «ἔγινα χριστιανός». Τότε καί αὐτός ἔλεγε: «θέλω νά γίνω κι ᾿γῶ χριστιανός». Καί τί γινότανε; Τόν ἔπερνα ἀπό τό χέρι καί τόν πήγαινα στόν Δεσπότη καί τοῦ ἔλεγα: «ἀναδέχομαι τήν εὐθύνη νά γίνει κι αὐτός μέλος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐγγυόμουν, θά λέγαμε, ἐγώ (ἀνάδοχος σημαίνει ἐγγυητής) νά γίνει κάποιος χριστιανός. Ἀναδεχόμουνα τήν εὐθύνη τῆς δικῆς του πορείας. Καί κατ᾿ ἐπέκταση ὅτι ἐγώ ἀναλάμβανα καί νά τόν κατηχήσω ὡς ἕνα βαθμό. Πλήν τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε ἐπισήμως κατήχηση. Φαντάζεστε; Ὁ Πατριάρχης Ἰεροσολύμων Κύριλλος ἔχει γράψει κατηχήσεις πελώριες. Λέει ἡ Ἱστορία ὅτι ναός τῆς Ἀναστάσεως πού χωροῦσε 3000 ἀνθρώπους, γέμιζε κατηχουμένους ὅλο τόν χρόνο μέχρι νά ᾿ρθεῖ ἡ ὥρα τῆς βαπτίσεως. Καί τό νά γίνει ἕνας μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὑπόθεση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Τώρα εἶναι ἰδιωτική ὑπόθεση. Ὅποτε ὁ γονιός ἀποφασίσει πάει καί βαφτίζει τό μωρό του καί ἡ Ἐκκλησία τό ἀγνοεῖ. Καί γι᾿ αὐτό εἴπαμε πρίν ὅτι ἡ Ἐκκλησία βιώνει τήν τραγωδία νά μή ξέρει τά μέλη της καί τί πορεία εἶχαν ἀπό τό βάπτισμα καί μετά. Μπορεῖ ὁ πιτσιρίκος νά μεγαλώσει καί νά μή πιστεύει τίποτα. Οὔτε στόν Χριστό, οὔτε στόν διάβολο, ὅπως λέμε ἁπλά. Ἀλλά ἐμεῖς νά τόν ἔχουμε γραμμένο στά χαρτιά μας ὅτι βαφτίστηκε καί ἄρα εἶναι χριστιανός. Καί ἀπό κεῖ καί μετά ἀρχίζουν ὅλες οἱ συγχύσεις καί ὅλα τά μπερδέματα.

Βαπτίζομαι σήμαινε πεθαίνω γιά ἕνα τρόπο ζωῆς. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε πιό πρίν. Δέν ὑπάρχει πνευματική ζωή καί μή πνευματική ζωή. Ὑπάρχει ζωή μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία καί ζωή χωρίς τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.

Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀποφάσιζε να γίνει χριστιανός, ἀποφάσιζε ὅτι θά ζεῖ μέ τόν Χριστό καί μέ τήν Ἐκκλησία. Μέ τόν τρόπο πού λέει ὁ Χριστός καί μέ τόν τρόπο τόν ὁποῖο βιοῖ ἡ Ἐκκλησία καί τά μέλη της. Αὐτό εἶναι πού εἴπαμε πιό πρίν. Ἔβλεπαν τήν ἀλλαγή κι ἤθελαν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νά ἀλλάξουν. Καί γινόνταν ἔτσι χριστιανοί. Καί ἡ Ἐκκλησία τούς βάφτιζε μιά ἡμέρα πού γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Ὅπως καί τούς πάντρευε μιά μέρα που γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Γι᾿ αὐτό τά δύο αὐτά μυστήρια, τό βάφτισμα καί ὁ γάμος ἀρχίζουν μέ τό εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός . Ἔχει μείνει ἡ Χειροτονία μέσα στήν Θεία Λειτουργία. Τά ἄλλα δύο μυστήρια, ὁ γάμος καί τό βάπτισμα, ἀποσπαστήκαν ἀπό τήν Λειτουργία. Κακῶς! Κάκιστα! Ἡ Εὐχαριστία συναρμόζει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους.

Σήμερα τό νά εἶμαι ἤ νά μήν εἶμαι χριστιανός εἶναι ὑπόθεση δική μου. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀλλαγή, ἡ ἀλλοίωση, ἄν θέλετε, τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό ὁ καθένας τώρα ἀξιολογεῖ τόν ἑαυτό του ὡς χριστιανό. Τό λέει μόνος του. Τό ἀποφασίζει μόνος του. Τό περιγράφει μόνος του. Δέν διανοήται, οὔτε καταλαβαίνει τί σημαίνει ἡ λέξη ἀφορισμός (ἀφορισμός σημαίνει: ἡ κατάσταση ἔχει ὅρια-σύνορα. Ἀφορισμός σημαίνει βγάζω κάποιον ἔξω ἀπό τά σύνορα). Ἔχει βγεῖ αὐτός μόνος του καί ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικά κάνει διαπιστωτική πράξη. Ὅπως κάνει ὁ γιατρός διαπιστωτική πράξη γιά κάποιον πού πέθανε. Δέν πέθανε ὁ ἄνθρωπος ἐπειδή ἔγραψε ὁ γιατρός βεβαίωση θανάτου. Ἔχει πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καί μετά γράφει ὁ γιατρός βεβαίωση θανάτου. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος βγεῖ ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία τόν ἀφορίζει ὅπως λέμε. Αὐτά ἐμᾶς ἔχουν καταντήσει νά μᾶς εἶναι ἄγνωστες λέξεις. Ἐνῶ εἶναι αὐτονόητα. Ἄπαξ καί δέν εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί δέν πιστεύει στόν Χριστό, δέν θά πρέπει νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἄμα δέν πιστεύει τόν Χριστό Θεό καί δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, ἀπό πού κι ὡς πού εἶναι χριστιανός; Τά ὑπόλοιπα ὅλα δέν εἶναι κουβεντολόι;

Βαφτίζομαι, λοιπόν, σημαίνει: πεθαίνω γιά ἕνα τρόπο ζωῆς. Τί σημαίνει αὐτό τό περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μέ μιά πάρα πολύ ὡραία εἰκόνα. Ἔλεγε, λοιπόν: Τί μου λές ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος ὅταν κλωτσᾶς σάν γαΐδαρος; Ὅταν εἶσαι λαίμαργος σάν ἀρκούδα; Ὅταν εἶσαι μνησίκακος σάν καμήλα; Ὅταν ἀρπάζεις σάν λύκος; Ὅταν δαγκώνεις σάν σκορπιός; Ὅταν εἶσαι ὕπουλος σάν ἀλεπού; Κι ὅταν ἔχεις δηλητήριο χειρότερο ἀπό τῆς ὀχιᾶς; Αὐτά εἶναι τά πράγματα γιά τά ὁποία οἱ ἄνθρωποι πεθαίνανε γινόμενοι Χριστιανοί. Πέθαινε ἀπό τό νά δαγκώνει, νά κλωτσάει, νά εἶναι μνησίκακος, νά λαιμαργεῖ, νά ἀρπάζει, νά εἶναι ὕπουλος, νά ἔχει δηλητήριο μές τήν ψυχή του. Ἤ τουλάχιστον αὐτό ἀποφάσιζε νά κάνει. Ὅταν λοιπόν αὐτό τό ἀποφάσιζε, ἀπό κεῖ καί μετά, μετά ἀπό μιά δοκιμασία κι ἁφοῦ συνειδητοποιοῦσε τί πιστεύει, ἀπό τήν διδασκαλία πού γινόταν στήν κατήχηση, ὁ ἄνθρωπος βαφτιζόταν. Δηλαδή, τόν βουτοῦσαν μέσα στά νερά τοῦ ἁγιασμοῦ, γιά νά ἀναγεννηθεῖ σ᾿ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Νά ἀποχτήσει τήν δυνατότητα τῆς μυστηριακῆς σχέσης μέ τήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό μυστήριο-κιβωτός τῆς Σωτηρίας. Ἔξω ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Τί ἐκάναμε στό βάπτισμα; Ταφήκαμε μαζί μέ τόν Χριστό, γιά νά ἀναστηθοῦμε μαζί του σέ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Πόσοι ἀπό μᾶς ἔχουν σαφῆ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Οὔτε ἐμεῖς οἱ παπάδες μερικές φορές. Κι ἐμεῖς ἀκόμα ζούμε μέ ἕνα τρόπο πού εἶναι σάν νά μήν εἴχαμε βαφτιστεῖ ποτέ. Ὁ Χριστός εἶναι ὑπόδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καί ὁ τρόπος πού ζεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.


Πάρα πολλές φορές βέβαια διεκδικοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας τό ρόλο τοῦ ἀνήλικου. Μᾶς βολεύει. Θέλουμε ὁ παπᾶς ἤ ὁ Δεσπότης ἤ ὁ Πατριάρχης νά εἶναι ἄψογος τέλειος καί ἅγιος, οὔτως ὥστε ἐμεῖς τά ἀνήλικα νά βλέπουμε μονίμως παράδειγμα ζωῆς. Χρειάζεται νά εἶναι. Ἀλλά δέν πρέπει αὐτό νά γίνεται γιά μᾶς, δικαιολογία στό νά μήν ἀλλάξει ἡ κατάστασή μας ἤ νά θεωροῦμε δικαιολογημένη τήν κατάστασή μας. Πάρα πολλές φορές τό λάθος κάποιου λειτουργεῖ μέσα μας ὡς δικαιολογία στό νά μείνουμε ἐκεῖ πού εἴμαστε κι αὐτό εἶναι τό οὐσιαστικό μας λάθος. Πρέπει νά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ παπάδες καλύτεροι. Ναί. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅταν δέν εἴμαστε εἶναι δικαιολογία γιά κάποιον νά μήν εἶναι καί κεῖνος. Αὐτό μόνο σέ ἀνήλικους συμβαίνει. Τά παιδάκια χρειάζονται μονίμως ἕνα παράδειγμα γιά νά περπατήσουν κάθε βῆμα. Ὑποτίθεται ἕνας ἄνθρωπος πού ᾿χει γίνει χριστιανός καί εἶναι ἐνήλικας δέν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα. Χρειάζεται βοηθό. Ναί. Ἀλλά δέν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα.

Εἴπαμε λοιπόν πρίν ὅτι ζῶ μαζί μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία ἤ ζῶ χωρίς τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Βαφτίζομαι ἀποφασίζοντας νά ζῆσω μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Αὐτό δέ σημαίνει ὅτι μαγικά μέ ἀκούμπησε ἡ Κίρκη καί ἄλλαξαν τά πάντα μέσα μου. Ἡ ἀπόφαση νά γίνω χριστιανός δέν μέ ἔφτασε στό τέλος τῆς πορείας. Ἡ ἀρχή τῆς πορείας δέν εἶναι κατάληξη τῆς πορείας. Τό βάπτισμα δέν εἶναι ἁγιότητα διά μιᾶς. Αὐτό πάρα πολλές φορές συγχέουν οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή τούς δώσαμε καί μεῖς τέτοιες αὐταπάτες, καί λένε: καί πᾶς καί στήν Ἐκκλησία! Αὐτό δέν λέει τίποτα. Δείχνει ἁπλῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν δούλεψε ποτέ μέ τόν ἑαυτό του, δέν κατάλαβε πόσο δύσκολο εἶναι νά μαζέψει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά τόν βάλει στόν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, καί γι᾿ αὐτό λέει εὔκολες κουβέντες. Ἀλλά τό πρόβλημα δέν εἶναι ἐκεῖ. Τό πρόβλημα εἶναι μέ μᾶς.

Ὅταν, λοιπόν, εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία , κι ἔχουμε βαφτιστεί, καί περίπου προσπαθοῦμε νά συνειδητοποιήσουμε αὐτά τά πράγματα, ἔρχεται κάποια στιγμή ἕνα δίλημμα: Νά κάνω αὐτό ἤ νά κάνω τό ἄλλο. Τό δίλημμα ἔρχεται μές στήν ψυχή μας ὡς μία πρόταση. Σάν ἕνα βέλος θά λέγαμε πού μᾶς στοχεύει ποῦ; Ἐκεῖ πού πονᾶμε. Ἐκεῖ πού ἄν ἀκουμπήσεις μιά χορδή θ᾿ ἀρχίσει νά βγάζει ἕνα ἤχο. Σ᾿ ὅποια θέματα: ἄλλος στήν κακία, ἄλλος στόν φθόνο, ἄλλος στά σωματικά, ἄλλος στά ψυχικά πάθη. Ἔρχεται λοιπόν ἕνα δίλημμα: Νά κάνω ἤ νά μή κάνω κάτι. Κι ἐπειδή δέ μάθαμε ποτέ μας νά ἀγωνιζόμαστε καί δέν ξέρουμε μέ σαφήνεια ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐξασφάλιση ἐκεινοῦ, ἀλλά εἶναι ζωή δική μας, ἀποφασίζουμε τό λάθος.

Καί κάνουμε τήν ἁμαρτία. Ἁμαρτία τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι ἀποφάσισα νά κάνω κάτι πού δέν τό κάνει ὁ Χριστός. Δηλαδή. Ἄμα ὁ Χριστός εἶναι ζωή καί κάτι δέν τό κάνει, ἐγώ κάνοντάς το, ἀρνοῦμαι τήν ζωή. Ἄμα δέν ξεκαθαρίσει μέσα στήν ψυχή μας αὐτό, δέν θά καταλάβουμε ποτέ πόσο οὐσιαστικό γεγονός εἶναι ἡ ἁμαρτία καί πόσο μᾶς ζημιώνει. Τίς περισσότερες φορές τήν ἁμαρτία τήν φανταζόμαστε ὅπως τόν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, δηλαδή περνάμε καμμιά φορά σέ λάθος δρόμο ἤ μέ πράσινο ἤ μέ κόκκινο δέν ξέρω ᾿γῶ ἀναλόγως, καί κάναμε μιά παράβαση. Μά ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μιά παράβαση ἑνός κώδικα, εἶναι ἀλλοίωση τῆς ζωῆς, γι᾿ αὐτό εἶπα πιό πρίν ὁ Χριστός ζεῖ μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἐμεῖς κάνουμε κάτι ἄλλο πού δέν εἶναι αὐτό, ἄρα δέν ἔχουμε ζωή. Ἄρα ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Θάνατος. Αὐτό βέβαια ἐπειδή δέν ἔχει βιολογικά ἀποτελέσματα καί μεῖς μονάχα τά βιολογικά μετρᾶμε δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε. Γιατί πάρα πολλές φορές ἐμεῖς μή ἐμπιστευόμενοι τόν λόγο Του ἔχουμε μονάχα ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτά πού ὑποτίθεται βλέπουμε. Κι ὁ Χριστός κάνει συγκατάβαση στήν κατάσταση μας καί κάνει ἕνα θαῦμα σωματικά ἐντυπωσιακό (θεραπεία τοῦ Παραλύτου) γιά νά πιστοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τοῦ εἶχε προηγουμένως συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες. Καί ὁ Θεός συγχώρησε πρῶτα τίς ἁμαρτίες γιά νά καταλάβουμε ὅτι εἶναι βαρύτερο γεγονός ἡ ψυχική παράλυση ἀπό τήν σωματική. Ἐπειδή, λοιπόν, ἐμεῖς δέν βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου, πού φέρνει στήν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, δέν μποροῦμε νά τό ζυγιάσουμε. Καί τό βλέπουμε ἐντελῶς ἀδιάφορα (καλά, ναί! . Ἔκανα λάθος… ἤ τί νά κάνεις ἄνθρωπος εἶσαι). Ἀπό κεῖ καί μετά τά πράγματα λειτουργοῦν ἐντελῶς στραβά.

Παλιότερα ἡ σχέση ἑνός ἀνθρώπου μέ τήν Ἐκκλησία δήλωνε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή καί ὁ τρόπος της εἶναι κι ἐκεῖνος τρόπος ζωή. Γι᾿ αὐτό ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε μιά ἁμαρτία ὁ πνευματικός, ὁ πρεσβύτερος τῆς μετανοίας ὅπως λεγόταν τότε, τί τοῦ ἔβαζε ὡς ἐπιτίμιο; Τοῦ ἔβαζε τό ἐπιτίμιο νά μή κοινωνήσει (ποιόν ἄνθρωπο ἀπασχολεῖ σήμερα τό νά μην κοινωνήσει; Μήπως καί τό ἀντιμετωπίζει καί ψιλοειρωνικά. Ἔ! Καλά μήπως καί μεταλαβαίνω; Μιά φορά τό χρόνο. Κι ἄν μοῦ ἀπαγορεύσεις νά μεταλάβω, χάθηκε ὁ κόσμος. Τοῦ χρόνου. Καλά νά εἴμαστε θά μεταλάβω τόν ἄλλο χρόνο). Εἴδατε πῶς ἔρχεται σιγά σιγά ἡ ἀλλοίωση καί τό ξέκομμα. Χριστιανός σήμαινε ἕνας ἄνθρωπος πού γιόρταζε τήν Ἀνάσταση κάθε Κυριακή· πήγαινε στήν Εὐχαριστία καί μετείχε στήν Εὐχαριστία· κι ἄν δέν πήγαινε τρεῖς φορές, χωρίς λόγο ὑγείας, ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπέκοπτε ἀπό τό σῶμα της. Ποιόν ἀπασχολεῖ ἀπό μᾶς αὐτό τό θέμα τώρα; Ἀκόμα περισσότερο, ποιόν ἀπασχολεῖ τό γεγονός ὅτι τοῦ λέει ὁ πνευματικός μετά ἀπό μιά τέτοια ἁμαρτία δέν θα κοινωνήσει; Σάμπως κοινωνοῦσε πρίν, γιά νά μην κοινωνήσει μετά;


Συνεπῶς ἡ οὐσιαστική σχέση καί ἐκδήλωση ἦταν: Ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ τρόπου ζωῆς και αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς ἐκφράζεται μέ τήν μετοχή στήν Εὐχαριστία. Ὁ Χριστός εἶναι ζωή. Κοινωνόντας τί κάνουμε; Ἀποχτᾶμε ζωή καί μεῖς. Γι᾿ αὐτό ἡ ἁμαρτία μέ ἀποκόπτει ἀπό τήν ζωή καί ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ πνευματικός βάζει ἐπιτίμιο τό νά μή κοινωνήσω γιά ἕνα διάστημα. Καί μπαίνει τό θέμα: πόσο μᾶς πονάει αὐτό; Ἤ πόσο μᾶς ἀπασχολεῖ; Ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν ὅλα τά προηγούμενα εἶναι μοιραίο νά μή μᾶς ἀπασχολεῖ καθόλου. Δέν ὑπάρχει ὁ Χριστός ὡς ζωή· ὁ ἄλλος τρόπος ζωῆς· δέν ὑπάρχει Εὐχαριστία στή ζωή μας· δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση τήν Κυριακή· τίς περισσότερες φορές ἀκόμη καί τά παιδιά μας γιά νά τά πείσουμε νά πάνε στήν Ἐκκλησία τούς λέμε ὅτι «πρέπει νά πᾶνε». Τί σημαίνει πρέπει; Γιατί πρέπει; Ἄμα δέν συνειδητοποιήσει ἀκριβώς αὐτό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως στήν καθημερινότητα, γιατί θά πάει στήν Ἐκκλησία; Καί θά τό δεῖ, εἴπαμε στήν ἀρχή, στό πρόσωπο κάποιου ἄλλου. Αὐτοῦ πού τοῦ προτείνει τό νά πάει τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία.

Κοιτᾶμε κατάματα τήν ἁμαρτία μας τώρα. Καί ἔχουμε μιά διπλή δυνατότητα. Σέ πρώτη φάση, φυσικά μετανοιώνουμε, ἤ μερικές φορές μετανοιώνουμε γι᾿ αὐτό πού κάναμε. Πιστεύετε ὅτι αὐτό φτάνει; Γιατί μετανοιώνουμε; Γιατί ἀπ᾿ αὐτό πού κάναμε, μέσα μας γεννηθήκαν ἐνοχές· καί τύψεις. Αὐτό τό στάδιο, εἶναι ἕνα πολύ ἀρχικό στάδιο πού μπορεῖ πάρα πολύ εὔκολα νά διαστραφεῖ. Πῶς νά διαστραφεῖ; Νά γίνει ἕνα ἐγωιστικό μετάνοιωμα. Νά ἀρχίσουμε νά συχτιρίζουμε, ὅπως λέμε ἁπλά, τόν ἑαυτό μας γιατί κάναμε ἐμεῖς (ἐγώ νά κάνω τέτοιο πράγμα;), καί γέρνει τό βάρος ὄχι σ᾿ αὐτό πού ἔκανα, ἀλλά στό ἐγώ. Καί τελικά οἱ ἐνοχές λειτουργοῦν μονάχα ὡς ἕνα ἀνακουφιστικό «ξέσκισμα». Δέν λειτουργοῦν ὡς μετάνοια. Κυριολεκτικῶς σάν ἕνα ἀνακουφιστικό ξέσκισμα. Κάνουμε ἕνα ξέσκισμα τῶν σαρκῶν μας ἐντός εἰσαγωγικῶν τό ὁποῖο μᾶς δημιουργεῖ ἀνακούφιση. Καί συνεπῶς, ἕνα μετάνοιωμα. Δέν εἶναι μετάνοια. Ἡ ζωή ἡ ἀνθρώπινη εἶναι γεμάτη ἀπό ἕνα σωρό μετανοιώματα, τά ὁποία δέν φέραν τίποτα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἐκείνο τό σαρκαστικό ἀστείο πού λέει: τά λάθη εἶναι γιά νά ξαναγίνονται. Δέν γεννοῦν τίποτε ὅταν ἀντιμετωπιστοῦν μέ αὐτόν τόν στραβό τρόπο. Ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στήν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ πού προσδιορίζουν τό ὑγιές καί τό λάθος. Θά μιλήσουμε γι᾿ αὐτά ἀμέσως παρακάτω.

Τώρα ἄς δοῦμε: μετάνοια τί εἶναι; Μετάνοια σημαίνει ὅτι κατάλαβα ὅτι ἔφυγα ἀπό τήν ζωή καί τώρα εἶμαι στόν θάνατο. Καί τί πρέπει νά κάνω; Νά ἐπιστρέψω «ὅθεν ἐξήλθον» πού λέει, νά ξαναγυρίσω ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἔφυγα. Τί εἶναι αὐτό; Νά γυρίσω ξανά στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ποιος εἶναι ὁ πατέρας μου; Ὁ Χριστός. Θυμηθείτε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου. Εἶναι τό 15 κεφάλαιο τοῦ Κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου. Διαβάστε το πολλές φορές. Ἔχει κι ἄλλα δύο παραδείγματα ἐκεῖ. Τήν παραβολή μέ τό πρόβατο πού χάθηκε στά βουνά καί τήν παραβολή μέ τή δραχμή πού εἶχε μιά κυρία καί τήν ἔχασε κλπ, καί τό τρίτο κομμάτι εἶναι ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου. Ἡ παραβολή περιγράφει ἀκριβῶς αὐτό τό σωστό τρόπο μετανοίας. Δηλαδή ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ἄμα κανεῖς δέν τό κατανοήσει αὐτό ἀπό κεῖ καί μετά θά μείνει ἡ μετάνοια ἀκριβῶς ἕνα νοσηρό μετάνοιωμα καί δέν θ᾿ ἀλλάξει τίποτα. Θά συχτιρίσουμε τόν ἑαυτό μας πολλές φορές καί θά μείνουμε ἐκεῖ πού εἴμαστε. Ἐνῶ ἡ μετάνοια σημαίνει ἐπιστρέφω ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγα. Ἐπιστρέφω ξανά στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἀναγνωρίζω τόν πατέρα μου ὡς ζωή καί ἐπιστρέφω σ᾿ Αὐτόν, γιατί μένοντας μακρυά του πεθαίνω. Καί εἶπα πιό πρίν ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στήν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ πού προσδιορίζουν τήν κατάσταση.

Τόν ἕνα πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰούδας καί τό ἄλλο πρόσωπο εἶναι ὁ Πέτρος. Φαντάζεστε ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀναίσθητος καί ἀσυνείδητος ὁ ὁποίος ἐν ψυχρῷ πῆγε καί Τόν πρόδωσε. Γιατί αὐτοκτόνησε; Ἀναίσθητοι ἄνθρωποι δέν αὐτοκτονοῦν. Ἄν θέλετε εὐαίσθητοι αὐτοκτονοῦν. Ἀλλά ἡ εὐαισθησία δέν σημαίνει ἀπαραιτήτως προσόν. Οὔτε εἶναι ποιότητα. Μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἐγωισμός ἐκλεπτυσμένος. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μπαίνοντας σ᾿ αὐτήν τήν λογική τοῦ μετανοιώματος συχτήρισε τόν ἑαυτό του καί εἶπε: «Ἔλεος, ρέ, σύ. Τί ἔκανα; Γιά 30 δεκάρες πούλησα Αὐτόν μέ τόν ὁποῖο ἔφαγα ψωμί κι ἀλάτι γιά τρία χρόνια. Γιατί; Μέ ξεχώρισε ἀπό τούς ἄλλους; Μοῦ συμπεριφέρθηκε σκάρτα; Καί γῶ πῆγα καί τόν πούλησα γιά 30 δεκάρες;» Καί πνιγμένος μεσά στίς ἐγωιστικές του τύψεις, στίς ἐνοχές πού γέννησε στήν ψυχή του αὐτή ἡ πράξη, ὁδηγήθηκε σέ ἕνα ἀδιέξοδο καί τό ἀδιέξοδο τόν ἔφερε στήν τραγωδία τῆς αὐτοκτονίας.


Ὁ Πέτρος εἶχε κάνει ἴσως χειρότερα πράγματα ἀπό τόν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας εἶχε κι ἕνα πάθος ὁ ἔρημος καί προσπαθώντας νά τό ἰκανοποιήση βρέθηκε σ᾿ αὐτή τή τραγωδία. Ὁ Πέτρος ὀρκιζόταν μπροστά στά κοριτσόπουλα, γέρος ἄνθρωπος, 50 χρόνων, ὅτι, μά τόν Θεό, δέν τόν ξέρω. Ἦταν αδιανόητο πρᾶγμα γιά Ἑβραῖο νά ὁρκιστεῖ. Θυμηθεῖτε τήν ἐντολή πού ἔλεγε «οὐ λήψει τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ». Καί τώρα μπροστά σέ ἕνα κοριτσόπουλο, μιά δούλη μικρή, πού τοῦ λέει «Α! καί σύ ἀπ᾿ αὐτούς παρέα τους εἶσαι. Σέ καταλαβαίνω καί ἀπό τήν ὁμιλία σου Γαλιλαίος εἶσαι», αὐτός νά ὁρκίζεται, νά καταναθεματίζει καί νά ὁμνύει, ὅτι δέν Τόν ξέρω. Μετά ἀπό τό γεγονός κι ἐκεῖνος βρέθηκε στήν ἴδια κατάσταση ἐνοχῶν. Ὅμως οἱ ἐνοχές του δέν μπῆκαν στό ἀδιέξοδο τῶν τύψεων τῶν προσωπικῶν. Κατάλαβε ὅτι ἔκανα τό λάθος τῆς ζωῆς μου. Ὅμως ἄν μείνω ἐδῶ τά πράγματα θά πᾶνε πολύ στραβά καί πρέπει νά ἐπιστρέψω στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ὁ ἕνας εἶχε τύψεις καί μετανοιώματα, ὁ ἄλλος εἶχε μετάνοια σωστή καί ἐπιστροφή. Γιατί μετάνοια ἀκριβῶς αὐτό σημαίνει: τήν ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγα.

Ἄν αὐτό δέν τό καταλάβουμε, δέν θά μπορέσουμε νά περπατήσουμε μέσα μας τήν μετάνοια. Εἶναι μοιραίο ὅτι στήν ἀρχή, ὅταν κανείς κάνει ἕνα λάθος, θά γεννηθεῖ μέσα στήν ψυχή του ἐνοχικό βίωμα, ἐνοχικό αἰσθημα. Θά καταλάβει ὅτι εἶναι ἔνοχος. Ὅταν αὐτό ὅμως δέν καλλιεργηθεῖ οὔτως ὥστε ἀπό ἐνοχή, ἐγωιστική ἄν θέλετε μερικές φορές, ἀπό ἕνα στείρο μετάνοιωμα πού δέν γεννάει τίποτα δέν μεταφερθεῖ στό νά γίνει μιά μετάνοια, πού σημαίνει νά καταλάβω ὅτι αὐτό πού ἔκανα ἦταν θάνατος καί λάθος καί κάτι πού ἐμένα, ὄχι τόν Θεό, ζημιώνει. Ἀπό τήν ἁμαρτία μου δέν ζημιώνεται κανείς ἄλλος παρά μόνον ἐγώ, τότε κινδυνεύει γι᾿ ὅλα τά ἐνδεχόμενα.

Πάρα πολλές φορές ἐμεῖς μέσα στό μυαλό μας πιστεύουμε ὅτι ἡ θρησκευτική ζωή ἀφορά τόν Θεό καί ἡ ἁμαρτία πάλι ἀφορᾶ τόν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί ἡ ἀρρώστια εἶναι δική μας καί μπήκαμε ἐκεῖ γιά νά θεραπευτοῦμε. Ὁ Γιατρός εἶναι ὑγιής, δέν τοῦ κάναμε χάρη πού μπήκαμε στό νοσοκομεῖο. Οἱ ἐντολές Του εἶναι τά φάρμακά μας. Οὔτε ὅταν πάρουμε τά φάρμακά μας τό κάνουμε γιά κείνον γιά νά εἶναι ἰκανοποιημένος. Ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο φανέρωσε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας γιά νά θεραπευτοῦμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς πολλές φορές φανταζόμαστε ὅτι κάνουμε εἴτε τήν νηστεία μας, εἴτε τόν κόπο μας, εἴτε τήν προσευχή μας ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο γιά Κεῖνον. Καί μερικές φορές ὅτι μᾶς γυρεύει Ἐκείνος γιά δικό Του λογαριασμό καί ἀπαίτηση πράγματα. Ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι. Αὐτό εἶναι θεμελιακό λάθος.Δέν γυρεύει ὁ Γιατρός ἀπό μένα, ἀπό σᾶς, ἀπό ὁποιονδήποτε ἄρρωστο νά τηρήσει ἕνα τρόπο ἀγωγῆς θεραπευτικῆς ἐξαιτίας δικῆς του ἰδιοτροπίας, ἀλλά γιά νά θεραπευτεῖ ὁ ἄρρωστος.

Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί μές στήν Ἐκκλησία. Ἄμα αὐτά δέν ταξινομηθοῦν σωστά ὅπως εἶπα πιό πρίν δέν θά περάσουμε ποτέ ἀπό τήν ἐνοχή στήν μετάνοια καί ἀπό τήν μετάνοια στό νά ἐπιστρέψουμε στό σπίτι τοῦ πατέρα μας. Νά καταλάβουμε ὅτι αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ ἁμαρτία, μᾶς ἀποκόπτει ἀπό τόν Ζωή. Ἡ θρησκευτική ζωή δέν εἶναι σκέψεις. Ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε λιγότερο καλές, ἄλλοτε ἐνοχικές, ἄλλοτε μετανοιώματα, ἤ εἶναι συναισθήματα! Πάω σέ μία Προηγιασμένη πού εἶναι μισοσκότεινα, εἶναι πολύ ὄμορφα, ξεκουράζεται κανείς. Πάω σέ ἕνα ἑσπερινό εἶναι ἥσυχα καί κατανυκτικά, γαληνεύω. Μέ αὐτά θά μποῦμε σέ μία λογική ἀνακουφιστική, ἄν τά δέχτοῦμε, πού μπορεῖ νά εἶναι χρήσιμη μερικές φορές, ἀλλά δέν εἶναι ἀπολύτως ὑγιῆς. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν νά ἐξομολογηθοῦν ὑπό τό βάρος τῶν ἐνοχῶν τους κι ὅταν ποῦνε αὐτό πού ἔχουν λένε ἄχ! Ἀνακουφίστηκα. Ἤ προτρέποντας κάποιον νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ τοῦ λένε: Πήγαινε νά ἐξομολογηθεῖς, μετά θά αἰσθανθεῖς νά πετᾶς. Θά αἰσθάνεσαι πάρα πολύ ἄνετα. Μπορεῖ κι αὐτά νά συμβαίνουν πολλές φορές, ἀλλά ξέρετε καί σέ ψυχολόγο νά πηγαίνατε πάλι θά «πετάγατε» καί πάλι θά αἰσθανόσασταν ἀνακούφιση. Τό θέμα ὅμως τῆς μετανοίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς, δέν εἶναι ἔνας ψυχολογισμός τό πῶς αἰσθάνθηκα. Γιατί ἡ θρησκευτική ζωή δέν εἶναι συναισθήματα. Εἶναι ρεαλιστική ζωή. Εἶναι καθημερινότητα. Εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἄμα αὐτό δέν τό συνειδητποιήσουμε δέν θά μπορέσουμε νά τήν ἀγαπήσουμε σωστά. Μετά θά ψάχνουμε πῶς θά ἀνακουφιστοῦμε, ἀλλά ἡ ἀνακούφιση δέν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἀλλαγή. Μετάνοια σημαίνει ἄλλαξα τήν ζυγαριά πού ζυγιάζω τά πράγματα. Αὐτό πού θεωροῦσα κέρδος, κατάλαβα ὅτι ἦταν ζημιά καί τό πετάω.

Μπορεῖ κανείς καμμιά φορά ἀδελφοί μου νά ἐξομολογηθεῖ ἀκόμη ἀπό ἐγωισμό, γιά νά τακτοποιήση τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό, ὄχι γιά νά ἀλλάξει. Πάρα πολλές φορές οἱ παπάδες ἀκοῦν τήν προτροπή: διάβασέ μου παπούλη μιά εὐχή. Νά τήν κάνεις τί; Τί θά πεῖ διάβασέ μου μιά εὐχή; Ὑπέρ τίνος; Ἔχουμε ἀκριβῶς μιά μπερδεμένη σχέση καί μιά εὐχή θά τήν τακτοποιήση καί θά κοιμόμαστε πιό ἤσυχα; Δέν εἶναι αὐτό μετάνοια. Δέν εἶναι ὁ λόγος νά γίνει κάποιος χριστιανός, ἤ νά μπεῖ στήν Ἐκκλησία, τό νά αἰσθανθεῖ καλύτερα. Εἶναι νά συνειδητοποιήση τί εἶναι ζωή καί τί εἶναι θάνατος καί νά μάθει σιγά σιγά νά προτιμάει τήν ζωή.


Πού εἶναι τά δύσκολα; Ὅτι μάθαμε ἀνάποδα. Καί φανταζόμαστε τόν θάνατο ζωή. Καί τήν ἁμαρτία κέρδος. Καί μέχρι νά μάθουμε τό σωστό εἶναι δύσκολα. Καί μέχρι νά τό περπατήσουμε, ἀκόμη πιό δύσκολα. Καί μέχρι νά τό σταθεροποιήσουμε ἀκόμη περισσότερο. Γι᾿ αὐτό ἐξομολογούμαστε πολλές φορές. Γιατί πολλές φορές κάνουμε τά ἴδια λάθη. Εἶναι ἐκείνο πού λέει ὁ ἅγιος ἐκεῖ στό Γεροντικό: Πάτερ κάνω τά ἴδια πράγματα, τά εἶπα μιά φορά τά ξαναέκανα. Τά ξαναείπα, τά ξαναέκανα. Πόσες φορές θά γίνει αὐτό; Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος: μέχρι πού νά σέ βρεῖ ὁ Θεός ὄρθιο. Ἐμεῖς πολλές φορές ἀπό ἐγωισμό, ὁ ἐγωισμός χώνεται παντοῦ, λέμε: πάλι τά ἴδια θά πάω νά πῶ; Ἀμάν. Θά μ᾿ ἔχει βαρεθεῖ κι ὀ παπᾶς. Ἐνῶ τό πρόβλημα ἀκριβῶς δέν εἶναι ἄν σέ βαρέθηκε ἤ δέν σέ βαρέθηκε ὁ παπᾶς. Τό θέμα δέν εἶναι νά ἀκούει νέα καί ἐντυπωσιακά πράγματα ὁ παπᾶς. Τό πρόβλημά εἶναι νά βοηθήσει κάποιον νά μάθει νά περπατάει. Ἄλλωστε αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος νά ἔχω πνευματικό.

Τί σημαίνει ὅτι ἔχω πνευματικό; Εἴδατε τί γίνεται στά γήπεδα. Ὅλοι οἱ ἀθλητές ἔχουν ἕνα προπονητή. Ὁ προπονητής τούς βοηθάει νά μάθουν σωστά τό ἄθλημα μέ τό ὁποῖο ἀσχολούνται. Καί ὁ πνευματικός κάθε χριστιανοῦ ἀκριβῶς αὐτό τό λόγο ἔχει. Κανέναν ἄλλο. Νά τόν βοηθήσει νά μάθει σωστά τόν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Τό πρόβλημα δέν εἶναι νά ἔχουμε καλό πρόσωπο στόν πνευματικό ἤ μή μᾶς κακοχαρακτηρίσει. Δέν εἶναι ἐκεῖ τό ζητούμενο. Ἡ σχέση δέν εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Δέν κάναμε ἕναν πνευματικό γιά νά μᾶς λέει μπράβο, τί καλά πού τά ᾿κανες, τί καλά πού τά ᾿πες, εἶσαι μιά χαρά! Καί ἀπό τήν ἄλλη, ἐμεῖς νά πνιγόμαστε στήν ντροπή: πῶς τώρα θά πάω νά τοῦ πῶ ξανά, ξέρεις ἔκανα αὐτό κι αὐτό.

Ἄλλωστε ὅσο πιό εἰλικρινείς εἶναι κανείς τόσο πιό γρήγορα περπατάει. Γιατί; Τί ἐμποδίζει τό περπάτημα; Τό βάρος. Εἴτε χοντρός εἶναι κανείς σάν ἐμένα, εἴτε βάρος κουβαλάει στήν πλάτη, αὐτό ἐμποδίζει τό περπάτημα. Ὅσο κανείς ἐξομολογεῖται εἰλικρινῶς τόσο λιγότερο βάρος κουβαλάει στήν πλάτη, ἆρα τόσο πιό γρήγορα περπατάει. Τά πράγματα ἀρμοδένονται σέ μία λογική συνέχεια. Ὅταν τά κατανοήσουμε στήν σωστή τους βάση, ἀπό κεῖ καί μετά θά τά περπατᾶμε μιά χαρά. Ἀκόμα καί τό λάθος μας θά γίνεται ἀφορμή γιά νά τοποθετηθοῦμε σωστότερα. Γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἐκείνη ἡ κουβέντα πού λέει ἕνας παλαιός ἅγιος «μακάρια ἁμαρτία», γιά τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Γιατί ἔγινε ἀφορμή, λέει ἐκεῖνος βέβαια, γιά νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτό μερικές φορές μπορεῖ κανείς νά κάνει ἕνα λάθος ἤ μία ἁμαρτία καί αὐτό νά τόν μεγαλώσει. Ἄν τό δεῖ σωστά μπορεῖ νά τόν μεγαλώσει. Ἄν τό δεῖ λάθος μπορεῖ νά κολλήσει. Καί κεῖ εἶναι τό πρόβλημα γιά τό ὁποῖο δέν πρέπει κανείς νά χρονίζει σέ κατάσταση ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἕως τό σήμερον καλεῖται· μετανοήσατε ἵνα μή σκληρήνῃ ὑμᾶς ἡ ἁμαρτία». Ἐνώ ἔχετε ἀκόμα στά χέρια σας τήν σημερινή ἡμέρα ζωῆς, ἀλλάξτε τρόπο ζωῆς, λέει, γιά νά μή σᾶς σκληρήνει ἡ ἁμαρτία καί μετά εἶναι δύσκολες οἱ κινήσεις ἐλευθερίας.

Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, πού εἶναι καί δικός μας ἅγιος, ἔζησε στήν Γαλλία, ὁ ἅγιος Μαρτῖνος. Γιά μᾶς εἶναι λιγάκι ἄγνωστος, ἀλλά δέν ἔχει σημασία. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἦταν στρατιωτικός πρῶτα. Εἶχε γίνει ἕνα θαῦμα στή ζωή του μέ τόν Χριστό. Τύλιξε ἕναν γυμνό νεκρό μέ τήν κάπα του καί ὁ Χριστός μετά τοῦ παρουσιάστηκε φορῶντας τήν κάπα πού εἶχε δώσει στόν γυμνό ἐκεῖνος. Αὐτός, λοιπόν, ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος στήν Τουρώνη ὅπως λεγόταν τότε, τήν σημερινή Τούρ τῆς Γαλλίας. Αὐτός, λοιπόν, στά γεράματά του, ὄντας Δεσπότης τῆς περιοχῆς, εἶχε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔκανε θαύματα. Ὅπως ξέρετε, ἔξω ἀπό τίς ἐκκλησίες μαζεύονται ζητιάνοι. Ὅταν , λοιπόν, μετά τήν Λειτουργία ἔβγαινε ὁ Δεσπότης ἀπό τόν ναό, παρουσιαζόταν τό ἐξῆς ἀπίθανο θέαμα: ἕνας κουτσός, μόλις συνειδητοποιοῦσε ὅτι βγαίνει ὁ Δεσπότης, ἔφευγε τρέχοντας. Οἱ ἄνθρωποι λέγανε: Μά τί στό καλό κάνει αὐτός; Μόλις ὁ Δεσπότης πάει νά βγεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία ὁ κουτσός φεύγει τρέχοντας. Κάποια, λοιπόν, μέρα οἱ παπάδες τόν πιάσανε καί τοῦ λένε: Καλά γιατί ὅταν βγαίνει ὁ Δεσπότης φεύγεις τρέχοντας. Καί ἀπαντάει αὐτός: Τί λέτε; Νά βγεῖ ὁ Δεσπότης νά μέ δεῖ καί νά μέ κάνει καλά; Μετά πῶς θά ζητιανεύω;

Τραγωδία! Ἔτσι εἴμαστε καί μεῖς. Μή τά ψάχνετε. Καί μεῖς φοβόμαστε νά μή μᾶς κάνει καλά ὁ Χριστός καί μετά θά μᾶς λείψει ἡ «πνευματική ζητιανιά» στήν ἁμαρτία. Συνηθήσαμε στήν κατάστασή μας καί δέ θέλουμε οὔτε ὁ Χριστός νά μᾶς τήν ἀλλάξει. Βέβαια δέν εἴμαστε κουτσοί σάν τόν ζητιάνο τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, ἀλλά ἔχουμε ἄλλα προβλήματα, τά ὁποία τά κουβαλᾶμε στόν ἐσωτερικό μας χῶρο καί εἶναι ἀκόμα χειρότερα. Γιατί εἶναι πιό δύσκολα. Τό νά ἔχουμε μιά ἐξωτερική ἀναπηρία εἶναι καί ἔλεος καμιά φορά ἀπό τόν Χριστό. Τά ἐσωτερικά εἶναι τά πιό δύσκολα.


Στόν προφήτη Ἱεζεκιήλ ὑπάρχει τό ἐξῆς τό ὁποῖο φανερώνει τήν κατάστασή μας. Μία ἡμέρα ὁ Θεός εἶπε στόν προφήτη Ἱεζεκιήλ: πήγαινε νά πετάξεις τά εἴδωλα ἀπό τόν ναό. Λέει: Κύριε, δέν ὑπάρχουν εἴδωλα στόν ναό. Τοῦ λέει: Δέν ὑπάρχουν εἴδωλα στόν ναό; Ἔλα ἐδῶ νά σέ πάω στόν ναό. Τόν πηγαίνει, μπαίνουν μέσα στόν ναό καί ὁ Ἱεζεκιήλ τοῦ λέει: Κύριε δέν ὑπάρχουν εἴδωλα πουθενά. Τοῦ λέει: Κοίταξε κατά τόν Βορρά. Κοίταξε ὁ Προφήτης. Τοῦ λέει: βλέπεις αὐτή τήν τρύπα ἐκεῖ πού ἔχει ὁ τοίχος. Ναί. Ὄρυξον αὐτή. Δηλαδή ἄνοιξέ την. Τήν ἄνοιξε καί ὁ προφήτης ἔμεινε ἔκπληκτος γιατί ἀπό μέσα ὑπήρχε ἕνας χῶρος στόν ὁποῖο ὑπήρχαν «μάταια καί βδελύγματα» ὅπως λέει τό κείμενο. Δηλαδή ὑπῆρχαν εἰδώλια ψευδῶν θεῶν βδελυκτά στό Θεό. Ἦταν εἴδωλα πού κάποιοι παλιότεροι τά εἶχαν ἀκόμη καί μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ κρύψει. Ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι καθένας ἀπό μᾶς. Βαπτιζόμενος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ καί ὅποιος μέ τήν ἁμαρτία φθείρει τόν ναό τοῦ Θεοῦ θά ᾿χει προβλήματα μετά στή σχέση του μέ τόν Θεό. Ἔ! Λοιπόν καί κεῖ μέσα στόν ναό μερικές φορές ὑπάρχουν μάταια καί βδελύγματα. Καί μέσα στήν δική μας καρδιά χρειάζεται σκύψουμε καί νά δοῦμε τί κουβαλάμε καί νά πᾶμε παραμέσα. Νά δοῦμε: εἶναι καθαρά τά πράγματα ἤ ἔχουμε μάταια καί βδελύγματα; Καί ἄν ἔχουμε εἰλικρίνεια θά καταλάβουμε αὐτό πού λέει ὁ ψαλμός 103 πού διαβάζουμε σέ κάθε ἑσπερινό: Θά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ καρδιά μας εἶναι θάλασσα μεγάλη καί εὐρύχωρος ἐκεῖ ἑρπετά ὧν οὔκ ἐστιν ἀριθμός. Καί τά ἑρπετά φυσικά δέν εἶναι τά διακοσμητικά κατοικίδια! Οἱ ἄνθρωποι τώρα ἔχουν διαστραφεί καί μαζεύουν τά ἐρπετά καί τά χαϊδεύουν. Μαζεύουν κροκοδειλάκια, ποντικάκια… Ὅτι θέλουν. Αὐτά οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα, ὄντας ὑγιῶς τά θεωροῦσαν ἀπαράδεκτα. Θάλασσα λοιπόν εἶναι ἡ καρδιά μας μερικές φορές γεμάτη ἐρπετά.

Πῆγαν στόν ἅγιο Ποιμένα, κάποιοι χριστιανοί. Τόν ρωτήσανε τί χρειάζεται κανείς γιά νά γίνει χριστιανός. Τί ἔχει ἀνάγκη γιά νά μπορέσει νά γίνει χριστιανός; Καί κεῖνος εἶπε: Οὐ δεόμεθα τινος, εἰ μή νηφούσης διανοίας. Δηλαδή. Δέν χρειαζόμαστε τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ἕνα μυαλό τό ὁποῖο ἀντιλαμβάνεται τί συμβαίνει γύρω του. Νήφει. Εἶναι νηφάλιο, δηλαδή, νά μπορεῖ νά καταλαβαίνει τί συμβαίνει γύρω του. Αὐτό χρειάζεται, λέει, κανείς γιά νά σωθεῖ.

Ἐμεῖς πιστεύουμε πολλές φορές ὅτι ἡ μετάνοια σημαίνει θά τά πῶ καί θά τελειώσουν. Ὄχι. Θά τά πῶ καί θά τά παραγράψει ὁ Χριστός, ἀλλά δέν θά τελειώσουν. Οἱ συνεπαγωγές μιᾶς ἁμαρτίας θά ὑπάρχουν καί θά εἶναι ἀπαραίτητος ἀγῶνας γιά νά ἐλευθερωθοῦμε. Συγχώρηση σημαίνει παραγραφή τοῦ χρέους ἀλλά δέν σημαίνει γίνομαι πλούσιος!

Δηλαδή, ἔπεσα καί ἔσπασα τό πόδι μου. Ἄν αὐτό εἶναι ἁμαρτία, τό λέω μεταφορικά, καί πάω στόν Χριστό καί τοῦ λέω ἔσπασα τό πόδι μου. Μοῦ λέει ἐντάξει. Ἐγώ τό παραγράφω, τό παραβλέπω. Ἀλλά πρέπει ἐσύ νά μάθεις νά κάνεις ὑπομονή καί νά προσέχεις τό τσάκισμα μέχρι νά κλείσει. Γιατί ἄν κάνεις ἐξ αἰτίας τῆς δικής μου παραγραφῆς τόν «νταή», ὅτι τώρα περπατᾶς, θά πέσεις καί θά σπάσεις καί τό ἄλλο τό πόδι.

Πάρα πολλές φορές ἡ μετανοιά μας εἶναι στρεβλή καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Φανταζόμαστε ὅτι ἡ παραγραφή τῆς ἁμαρτίας ἀπό τόν Χριστό σημαίνει ὅτι δέν θά πρέπει νά ὑλοποιήσουμε δυναμικά τήν ἀπόφαση τῆς ἀλλαγῆς. Ἄλλωστε αὐτό εἴπαμε καί πιό πρίν σημαίνει μετάνοια. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ αἰγυπτία προβάλλεται στά μάτια τῶν χριστιανῶν, ἀπό τήν Ἐκκλησία γι᾿ αὐτό καί μόνο τό λόγο. Γιά τόν δυναμισμό μιᾶς μετανοίας, ἡ ὁποία σημαίνει ὑπομονή, ἐπιμονή καί ἀγάπη τοῦ κόπου. Ὅλα αὐτά πάντα ἦταν δύσκολα, νά εἴμαστε ρεαλιστές, στή σημερινή ἐποχή εἶναι καί ἀπεχθῆ. Κανείς δέν ἀκούει εὔκολα τήν λέξη ὑπομονή. Τήν λέξη ἐπιμονή ἀπό ἐγωισμό καμιά φορά τήν ἀκούει. Ἀλλά ἀπό κεῖ καί μετά ἀκόμη πιό δύσκολα φεύγει ἀπό μία ψυχολογική διάθεση νά μπεῖ, στό ὅτι πρέπει ἡ ζωή του νά προσαρμοστεῖ πλήρως, καί νά εὐθυγραμμιστεί μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ζωή εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ θάνατος εἶναι ἡ ἁμαρτία.


http://www.enoriako.info



0 Comments:

Post a Comment