Η θαυματουργική δύναμις του ιερού Σπυρίδωνος, δεν σταμάτησε να ενεργεί με τον θάνατον του. Αυτός δε ο Παντοδύναμος Θεός, δια του αιωνίου και υπερφυούς θαύματος της αφθαρσίας του ιερού Λειψάνου του άγιου Σπυρίδωνος, ευδόκισε όπως ο θερμός παρηγορητής των θλιμένων, ο ιατρός των ασθενών, ο συμπαραστάτης των δοκιμαζόμενων ευρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων, οι όποιοι ζητούν την θερμή πρεσβεία του προς την θεία Δύναμη και Αγάπη. Όχι μόνον πνευματικά άλλα και σωματικά. Πρώτα η Κύπρος, έπειτα η Βασιλεύουσα των πόλεων, ιδιαιτέρως δε η Κέρκυρα γνώρισαν, η τελευταία δε καθημερινά γνωρίζει, την ευεργεσία των θαυμάτων του. Δικαίως λοιπόν ο υμνητής του ιερού ανδρός λέγει ότι

«Ὁ θαυματουργὸς κᾂν τέθνηκε, Σπυρίδων,

τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι.» (39)

Ο προσκυνητής & η καταιγίδα

Κάποτε κατά την εορτή του Αγίου, την 12 του μηνός Δεκεμβρίου, προσήλθε κάποιος ευσεβής προσκυνητής, να προσκυνήσει τον τάφο του ιερού Σπυρίδωνος, εις τον εν Κύπρο Ναό του. Όπως δε ομολόγησε ο ίδιος δοκίμασε τόσον υπερκόσμια συγκίνηση, ώστε έπαυσε ολοσχερώς να σκέπτεται τα επίγεια και μόνον τα ουράνια αγαθά λογίζονταν, καθ’ όλη δε την ημέρα ούτε έφαγε, ούτε ήπιε, ούτε μίλησε. Κοινώνησε μόνον των Αχράντων Μυστηρίων. Ο αυτός ευσεβής άνθρωπος, άλλη φοράν, πάλι την ημέρα της μνήμης του Αγίου, μετέβη στην Τριμυθούντα αφ’ ενός μεν δια να προσκυνήσει το τίμιο του Αγίου Λείψανο, αφ’ ετέρου δε να αγοράσει ενδύματα και σκεπάσματα δια τους πτωχούς στο τελούμενο πανηγύρι. Αφού ξεπλήρωσε τον σκοπό της μεταβάσεως του και ήταν έτοιμος ν’ αναχωρήσει, τότε ο ουρανός γέμισε από νέφη, τα όποια απειλητικότατα προμήνυον την καταιγίδα. Τότε ό άνθρωπος εκείνος έτρεξε προς το άγιο Λείψανο του Σπυρίδωνος και παρακάλεσε αυτόν να τον βοηθήσει και να εμπόδιση την βροχή, η οποία θα καθιστούσε δυσχερή την πορεία του, να γίνει δε καλός οδηγός και συνοδοιπόρος του. Και τούτο έγινε. Αναχώρησε ο άνθρωπος και ο Άγιος συνταξίδευε μαζί του, η δε βροχή και ο άνεμος εμποδίζονταν από την δύναμη του Σπυρίδωνος να ξεσπάσουν επάνω εις τους οδοιπόρους. Έφτασε ο προσκυνητής στον προορισμό του και ο Άγιος αμέσως εξαφανίστηκε, συγχρόνως όμως και κατακλυσμιαία βροχή ξέσπασε, η οποία κράτησε επί τρία συνεχή μερόνυκτα. Ο ίδιος πάλι ο άνθρωπος διηγείται, ότι ενώ επιθυμούσε να μεταβεί στην Τριμυθούντα, άλλη φορά, κατά την μνήμη του Ιερού Σπυρίδωνος, του ήταν αδύνατο να πραγματοποίηση την επιθυμία αυτή. Με θλίψιν μεγάλη προσεύχονταν και παρακαλούσε τον Άγιο να μη τον στερήσει, έστω και μακρόθεν, της χάριτος του. Είδε τότε εις δράμα ότι μετάβηκε στον Ναό του Αγίου και ότι ο ιερός Σπυρίδων προσεύχονταν. Παρακολούθησε, όλη την ακολουθία και μετά το τέλος ο Άγιος αφού ευλόγησε τους παρόντας αναχώρησε. (40)

Ο λοιμός της Κέρκυρας

Όταν κατά το, απαίσιο της μνήμης για τους Έλληνες, έτος 1453 η Πόλη έπεσε στα χέρια των απίστων, η Βουλή του Θεού ευδόκισε όπως το σεπτό Λείψανο του θαυματουργού Σπυρίδωνος, όπως και εκείνον της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης. (†867), (41) αποθησαυριστούν στην Κέρκυρα. Από του σωτηρίου λοιπόν έτους 1456, τρία έτη δηλαδή μετά την άλωση, τα ιερά αυτά Σκηνώματα, στο δυτικότερο άκρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, ακτινοβολούν ως φάροι και κατευθύνουν τους ναυτιλομένους στην θάλασσαν του βίου και τους προστατεύουν από τις τρικυμίες των παθών και τις αντιξοότητες της ζωής.

Πρώτο από τα απειράριθμα θαύματα του Άγιου, τα οποία τέλεσε και εξακολουθεί να τελεί, στην Κέρκυρα αναφέρεται το θαύμα της σωτηρίας του λαού από την πείνα, την οποίαν προκάλεσε η εξ ολοκλήρου έλλειψη σίτου. Σχετικά με τούτο το θαύμα θα γίνει λόγος εκτενέστερος στο περί των Λιτανειών του Ιερού Λειψάνου του Αγίου κεφάλαιο. (42)

Η θεραπεία του τυφλού

Επίσης, κατά τα πρώτα έτη της ελεύσεως στην Κέρκυρα του σεπτού Σκηνώματός του, ο Άγιος θεράπευσε ένα τυφλό έμπορο ανατολίτη ονομαζόμενο Θεόδωρο, ο οποίος με πίστη μεγάλη είχε προστρέξει και ζήτησε την βοήθεια αυτού.

Οι τυφλοί, οι κατακρημνισμένοι & ο ασεβής

Μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό προκάλεσαν στον ευσεβή λαό και τα έξης θαύματα του Αγίου. Θεράπευσε δύο τυφλούς κωπηλάτες του Βενετικού στόλου. Επίσης, όταν κάποτε ευσεβείς άνθρωποι ανέβηκαν στο υψηλό κωδωνοστάσιο του Ναού του Αγίου για να σβήσουν πυρκαγιά, η όποια προκλήθηκε από κεραυνό και δεύτερος κεραυνός τους πέταξε με βία στο έδαφος, τότε, δια της θαυματουργικής επεμβάσεως του ιερού Σπυρίδωνος, δεν έπαθαν καμία βλάβη. Άλλοτε πάλι, ενώ το σεπτό Σκήνωμα λιτανεύονταν, κάποιος ανήκων στην τάξη των ευγενών περιέπαιζε ένα παιδί, το οποίο με πίστη θερμή είχε πέσει στον δρόμο, για να περάσει πάνω του το άγιο Λείψανο και να το θεραπεύσει. Ξαφνικά, αυτήν την στιγμή, εξερράγη το πυροβόλο και κατάστρεψε τον δεξιό οφθαλμό του ασεβούς αριστοκράτη, ο οποίος μετανόησε και έμεινε όλη την νύκτα προσευχόμενος στον Ναό του Αγίου.

Η ιεροσυλία των Λατίνων

Κατά το έτος 1718 ο Γενικός Καπιτάνος Ανδρέας Πιζάνης, υποκινούμενος από τον θεολόγο του, λατίνο ιερέα Φραγκίσκο Φραγγιπάνη, θέλησε να ιδρύσει ειδικό θυσιαστήριο (αλτάριο) στον Ναό του Άγιου, δια να τελείται καθ’ εκάστη και λατινική Λειτουργία, και ν’ αποδώσει κατ’ αυτό τον τρόπο ευχαριστίες στον Θεό και τον Άγιο για την σωτηρία της πόλεως από τους Τούρκους, γενομένη κατά το έτος 1716. Η απόφαση του Βενετού άρχοντος καταλύπησε τους ορθοδόξους, οι οποίοι παρακαλούσαν τον ηγεμόνα να μη πραγματοποίηση αυτήν. Ο Άγιος επί δύο φοράς κατά συνέχεια φανερώθηκε στον ύπνο του Πιζάνη και τον συμβούλευσε να ματαίωση την απόφαση. Ο άρχων ταράχθηκε, αλλά ο θεολόγος του τον καθησύχασε και του είπε, ότι το όνειρο ήταν έργο του διαβόλου, ο οποίος θέλει να τον αποτρέψει από ένα έργο θεάρεστο. Ενθαρρυνθείς ο Πιζάνης διέταξε την μεταφορά του υλικού στον Ναό και μετέβη και εκείνος, για να προσκυνήσει αλλά και, συνοδευόμενος από τους μηχανικούς και την ακολουθία του, να συζητήσει τα της εργασίας. Τότε οι ιερείς του Ναού ταπεινότατα και με δάκρυα προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, ματαίως όμως. Εκείνος οργίσθηκε και τους απείλησε ότι θα τους στείλει στις τρομερές φυλακές της Βενετίας. Ήταν η 11η Νοεμβρίου 1718. Κατά το μεσονύκτιο ξέσπασε τρομακτική θύελλα με αλλεπάλληλους κεραυνούς. Τότε ο φρουρός της πυριτιδαποθήκης του παλαιού φρουρίου, είδε ένα γέροντα μοναχό, ο οποίος κρατούσε αναμμένο δαυλό. Με επιμονή τον ρώτησε ποιος είναι, τέλος έλαβε την απάντηση, «ἐγὼ εἶμαι ὁ Σπυρίδων». Ευθύς αμέσως εξερράγη η πυριτιδαποθήκη, ένεκα δε της φοβέρας αυτής εκρήξεως πολλά οικήματα κατεδαφίστηκαν, πολλοί δε των ευρισκομένων στο φρούριο φονεύτηκαν, μεταξύ δε τούτων ήταν ο Πιζάνης και ο θεολόγος του. Το τρομακτικό τούτο γεγονός ήλθαν να συμπληρώσουν και δύο άλλα. Στον Ναό του Αγίου κρέμονταν, και μέχρι σήμερα κρέμεται, μεγάλη κανδήλα την οποία είχε αφιερώσει κατά το προηγούμενο έτος 1717 ο ηγεμόνας μαζί με τους Βενετούς αριστοκράτες. Η κανδήλα έπεσε και παραμορφώθηκε στην βάση της, την στιγμή της εκρήξεως, ενώ καμία άλλη κανδήλα, από τόσες οι οποίες κρέμονται έπαθε το παραμικρό. Την ίδια στιγμή, 6πως εξακριβώθηκε αργότερα, έπεσε κεραυνός στην οικία του Πιζάνη, στην Βενετία και έκαψε την προσωπογραφία του, χωρίς να πειράξει άλλο τι. (44)

Η δαιμονισμένη

Καθώς αναφέρει ο Νικηφόρος ο Θεοτόκης («Λόγος περὶ ἀρετῆς», εκδ. Λειψίας 1766), την Κυριακή των Βαΐων και όση ώρα το ιερό Λείψανο του Σπυρίδωνος λιτανεύονταν έφεραν μία δαιμονιζόμενη γυναίκα, «ἥτις ἄφριζε καὶ ἔτριζε τοὺς ὀδόντας αὐτῆς· καὶ μολονότι αὕτη ἦτο χεῖρας καὶ πόδας δεδεμένη, μόλις δύο ἢ τρεῖς ἄνθρὼποι ἠδύναντὸ νὰ ἐμποδίσωσι τὴν ὁρμὴν τῶν κινημάτων αὐτῆς. Τὸ πρόσωπον της δὲν εἶχε μορφὴν ἀνθρώπου· ἠ φωνὴ αὐτῆς ἦτον ἠλλοιωμένη καὶ διάφορος· διότι πότε μὲν ὡς βοῦς ἐμύκιζε, πότε δὲ ὡς σκύλαξ ὑλὰκτει καὶ ἄλλοτε ὡς μικρὸν βρέφος ἐκλαυθμύριζεν». (45) Αφού την ξάπλωσαν στη γη και πέρασε επάνω της τρεις το σεπτό Σκήνωμα, θεραπεύθηκε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης έπεσε και προσκύνησε τα πόδια του θαυματουργού Άγιου.

Ο Γερμανός Παράλυτος

Αργυρός κύλικας επιχρυσωμένος, τέχνη εξαιρετικής λεπτότητας. Προέρχεται από την Γερμανία και βρίσκεται στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην εξωτερική επιφάνεια αναγράφει: «CALIX P(RO)PRIVS LAVRENCII PLEBANI IN WIDENBACH EVNDATORIS HVIVS CAPELLE 1519». (Πηγή: Arte Bizantina e Post-Bizantina a Corfu. Monumenti, Icone, Cimeli, Civilta.Corfu 1994, σελ. 179)

Το έτος 1769 θεράπευσε ο ιερός Σπυρίδων Γερμανό στρατιώτη παραλυτικό, ο οποίος θερμά επικαλέστηκε την βοήθειά του. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στον λαό απ’ αυτόν δε τον θόρυβο και από τις κωδονοκρουσίες των Ναών πληροφορήθηκε το γεγονός και ο Γεν. Προνοητής της θαλάσσης (Proveditor generale da mar) Ανδρέας Δόνας (1767-1769). Αυτός αφού επιβεβαίωσε τις φήμες δια της μαρτυρίας των ιατρών, πορεύθηκε στο Ναό του Άγιου, όπου τελέστηκε ευχαριστήριος τελετή.

Η πανώλη στην Κέρκυρα

Κατά το έτος 1855 νέος κίνδυνος απείλησε την Κέρκυρα. Περί τον Οκτώβριο μήνα του έτους εκείνου, η μαστίζουσα την Εύρώπη χολέρα προσέβαλε και την Κέρκυρα, το δε πρώτον κρούσμα φανερώθηκε στο προάστιο Μανδούκι. Τρόμος μέγας κατέλαβε τους κατοίκους, οι όποιοι έτρεξαν και με δάκρυα θερμά ζήτησαν βοήθεια του προστάτη Αγίου. Και πάλι ο Σπυρίδων έσωσε τον λαό του. Τα κρούσματα, τα οποία σημειώθηκαν ήσαν πολύ ολίγα και οι θάνατοι ελάχιστοι, εν συγκρίσει με τις άλλες πόλεις. Αξίζει στο σημείο τούτο να προστεθεί, ότι ειδικά συστημένη επιτροπή, σε ανακοίνωσή της, της 16 Ιανουαρίου 1856 προς τον Άγγλο Αρμοστή Ι. Υούγγ, «ἀπορεῖ πῶς ἡ νόσος δὲν ἐξεπεραίωσε τὸ ἔργον της καταστροφῆς της, καὶ ἀποδίδει εἰς τὴν Θείαν ἀντίληψιν τὸ ἥπιον καὶ τὴν ταχεῖαν αὐτῆς παῦσιν». (46) Στην Λιτανεία της πρώτης Κυριακής του Νοεμβρίου του έτους εκείνου, ο λαός γονυπετών και μετά του Ιερού Κλήρου δεόμενος, παρουσίασε θέαμα εξαιρετικώς συγκινητικό. Μετ’ ολίγο τα κρούσματα λιγόστεψαν και την ενδεκάτη Δεκεμβρίου έπαυσαν τελείως. Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Αθανάσιος ο Πολίτης (1848-1870) συνέταξε ευχαριστία προς τον Ύψιστο, η οποία αναπέμφθηκε σε όλους τους Ναούς, εν μέσω βαθύτατης συγκινήσεως.

Η Βασίλω

Την 13 Ιουνίου του έτους 1853, η Βασίλω σύζυγος Ιωάννου Ανδρέου εκ Βούνου της Χειμάρας, μετέβη εις το ορός Λογαρά, δύο ημέρας μακράν από το χωρίο της, δια να συλλέξει ξύλο ειδικό για φωτισμό, χρησιμοποιούμενο υπό των ηπειρωτών ως δάδα. Εκ του όρους επέστρεψε την 16. Ως ήταν κατάκοπη και ιδρωμένη λούστηκε με ψυχρό νερό. Αμέσως όμως κατέστησαν άχρηστα το αριστερό χέρι και το πόδι της. Από της ημέρας εκείνης και επί δυο έτη υπεβλήθη σε κάθε δυνατή θεραπεία, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Η ασθένεια της είχε ως αποτέλεσμα και το διαζύγιο, το όποιον ζήτησε και έλαβε ο σύζυγος της. Αλλά και αυτοί οι στενοί συγγενείς της άρχισαν να δυσανασχετούν δια την ενόχληση την οποίαν τους έδιδε η ανάπηρος. Μόνη ελπίς της απέμεινε ο Θεός και οι Άγιοι Αυτού, και μετά συντριβής και μετανοίας προσεύχονταν και παρακαλούσε για την σωτηρία της. Τον Δεκέμβριο του έτους 1855 είδε στον ύπνο της ένα Κληρικό, ο όποιος της πάτησε το άχρηστο πόδι και της είπε «μὴ γράψῃς πρὸς τὸν ἐν Κερκύρᾳ αὐτάδελφόν σου, ὡς κατὰ νοῦν ἔχεις, ἀλλ’ αὐτοπροσώπως ἐλθέ». Κατάπληκτη τον ρώτησε· «ποιὸς εἶσαι σύ»; εκείνος δε της απάντησε «ὁ Ἅγιος ἐγὼ εἶμαι, τὸν ὁποῖον τόσες φορὲς ἐπεκαλέσθης». (47) Ξύπνησε έντρομη η Βασίλω και διηγήθηκε το όνειρό στους συγγενείς της, αμέσως δε έλαβαν απόφαση να την μεταφέρουν στον Ναό του ιερού Σπυρίδωνος, στην Κέρκυρα. Ο τρόπος της μεταφοράς της ήταν εξαιρετικά δύσκολος και η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν προκαλούσε την φρίκη. Μετεφέρθηκε μέχρι της ιεράς Λάρνακας του αγίου Λειψάνου, οπού έμεινε επί τρεις νύκτας. Κατά την δεύτερη νύκτα και περί το μεσονύκτιο κάλεσε τον Εφημέριο του Ναού και με αγαλλίαση του ανάγγειλε ότι θεραπεύθηκε από του Αγίου, ότι θερμάνθηκαν τα ξηρά μέλη της και δεν μπορεί να κινηθεί. Ακολούθως εξομολογήθηκε και την επόμενη πρωία βάδισε μόνη της, τελείως υγιής, προς την Ωραία Πύλη και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. (48)

Ο τύφος του παιδιού

Θα ήταν παράλειψη εάν στην μικρή αυτή σύνοψη ολίγων από τα άπειρα θαύματα του ιερότατου Σπυρίδωνος, δεν αναφέρονταν και το έξης καταπληκτικό. Εις την πόλη της νοτίου Ιταλίας Βαρλέττας διέμενε η ορθόδοξος ελληνική οικογένεια του Σπυρίδωνος Πάλλιου. Κατά τις αρχές του Νοεμβρίου του έτους 1861, ο οκταετής μονάκριβος υιός της οικογένειας Ιωάννης Σ. Πάλλιος, προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό βαρύτατης μορφής. Μετά ένδεκα ημέρες από της αρχής της ασθενείας, και παρά τις προσπάθειας των ιατρών, ο μικρός Ιωάννης έφτασε σε απελπιστική κατάσταση. Η μητέρα του, η οποία καθ’ όλο το διάστημα της ασθενείας δεν έπαψε να ικετεύει τον Άγιο δια την σωτηρία του παιδιού της, παράγγειλε αιφνιδίως να τηλεγραφεί στους συγγενείς της, στην Κέρκυρα, ν’ ανοίξουν την ιερά Λάρνακα του σεπτού Λειψάνου και να κάμουν δέηση διά τον μικρό ασθενή, διότι, καθώς είπε, ήταν βεβαία, ότι ο Άγιος θα θεράπευε το παιδί της. Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε, την ώρα δε όπου γίνονταν η παράκληση στον Άγιο, ο ασθενής κατελήφθη από σπασμούς, τους οποίους οι ιατροί απέδωσαν στην τελευταία απόπειρα της ζωής. Έπειτα από ολίγον όμως ο παροξυσμός πέρασε και ο μικρός άνοιξε τα μάτια και γενικώς ανέκτησε όλα τα σημεία της ζωής προς κατάπληξη των ιατρών. Τέλος, μετά από την σχετική ανάρρωση, έγινε τελείως καλά την 11 Δεκεμβρίου, παραμονή της μνήμης του Αγίου Σπυρίδωνα.

Ο ασεβής αστυνομικός

Την 12 Φεβρουαρίου 1935 ο μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρίστος Διαμαντούδης του Θεοχάρους, από την Αρναία της Χαλκιδικής, ευρισκόμενος με ομάδα συμμαθητών του στο καφενείο του Σπυρίδωνος Τριβυζά, και ακούγοντας τον καφεπώλη, ο οποίος διηγείτο τα θαύματα του Αγίου, έδειξε απιστία και ανευλάβεια προς τον Άγιο. Αμέσως αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να παραλύουν, ταυτοχρόνως δε ακουστήκαν δύο ισχυρά κτυπήματα, ωσάν να ρίπτονταν πέτρες. Διακόπηκε η συζήτηση χωρίς όμως να περάσει η ταραχή του Διαμαντούδη. Κατά την ώρα της μελέτης περιφέρονταν στους διαδρόμους της Σχολής, εις παρατήρηση δε του αρχιφύλακας Χ. Κομνηνού, διηγήθηκε σε αυτόν τα συμβάντα. Ο αρχιφύλακας του συνέστησε να ζήτηση συγνώμη από τον Άγιο. Έπειτα από μία ταραγμένη και κρίσιμη νύκτα, πείσθηκε ο Διαμαντούδης από τον φίλο του Χρίστο Τσάτσαρη, να μεταβούν μαζί στον Άγιο. Μόλις έφθασαν στην είσοδο της κρύπτης του Αγίου, αισθάνθηκε ο Διαμαντούδης δύναμη υπεράνθρωπη να τον σπρώχνει προς τα έξω, άκουγε δε συγχρόνως θορύβους από τό μέρος της ιεράς Λάρνακας -καθώς διηγήθηκε ο ίδιος αργότερα. Τότε ο Εφημέριος του Ναού τον στήριξε και τον οδήγησε στην Λάρνακα του Αγίου, και διάβασε υπέρ αυτού παράκληση. Την νύκτα πέρασε με σχετική ηρεμία, κατά δε τις πρωϊνές ώρας αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του τον άγιο Σπυρίδωνα, να τον κοιτάζει με ιλαρότητα. Την επόμενη, πλήρης μετανοίας ο Διαμαντούδης, μετέβη και προσκύνησε τον Άγιο, η δε υγεία του αποκαταστάθηκε οριστικά, χωρίς επέμβαση ιατρών. (49)

Ο μικρός τραυματίας

Εις το Μάριεμπαντ της Αυστρίας παραθέριζε, το θέρος του 1937, η οικογένεια των εκ Τεργέστης ομογενών Αφεντούλη. Μία ημέρα ο δεκαετής υιός τους, μαζί με ένα φίλο του, βγήκε από την θύρα του κήπου του ξενοδοχείου των διά να περάσει εις την απέναντι πλευρά του δρόμου, ήταν σακχαροπλαστείο. Έτρεχε δε και δεν πρόσεξε ότι έρχονταν το αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα. Ο οδηγός δεν μπόρεσε να σταματήσει, χτύπησε τον μικρό, πέρασε επάνω του και έφυγε. Εις το νοσοκομείο όπου μετεφέρθηκε ο μικρός τραυματίας, διαπιστώθηκε κάταγμα του μετωπιαίου οστού με έκχυση εγκεφαλικής ουσίας. Η διάγνωση διάσημων κρανιολόγων, οι όποιοι εκλήθησαν από την οικογένεια, ήταν απελπιστική. Η εκ μητρός μάμμη, Μαρία σύζ. Σπυρ. Μάρμορα, Κερκυραία, η οποία λυπήθηκε μέχρι παραφροσύνης, παρήγγειλε τηλεγραφικώς εις την Κέρκυρα ν’ ανοίξει η Λάρνακα του Αγίου και να γίνει παράκληση για την σωτηρία του εγγονού της. Το εσπέρας, την ώρα της παρακλήσεως, ο μέχρι τότε εν αφασία μικρός, άνοιξε τα μάτια, ψέλλισε λίγες λέξεις και άπλωσε στην μητέρα του τα χέρια. Οι παρακολουθούντες ιατροί έμειναν έκπληκτοι, ο δε μικρός έπειτα από σύντομη ανάρρωση έγινε τελείως καλά. (50)

Η δαιμονισμένη & οι βλασφημίες

Την 11 Δεκεμβρίου του έτους 1938, θεράπευσε ο Άγιος την Κωνσταντίνα σύζυγο Παναγιώτου Τεμπονέρα, από το Καταστάριο της Ζακύνθου. Αυτή προσβλήθηκε από πονηρό πνεύμα κατά την νύκτα της 20 Ιουλίου 1938, όταν ξύπνησε από τις φωνές του υιού της, ο όποιος βλασφημούσε το όνομα του Χριστού. (51)

Το υποβρύχιο & οι ναυαγοί

Την 12 Οκτωβρίου 1939, το ατμόπλοιο «Ἀρης» βλήθηκε βορείως της Ιρλανδίας από γερμανικό υποβρύχιο. Το πλήρωμα διασώθηκε επιβιβάσθηκε εις δύο λέμβους, οι οποίες δέθηκαν μεταξύ τους για να έχουν κοινή τύχη, και αφέθηκαν στο έλεος του Θεού, εις το μέσον του Ατλαντικού. Ο εκ των ναυαγών ασυρματιστής Γεώργιος Κόκκινος, από την Κέρκυρα, στην τραγική κατάσταση την οποίαν ευρέθησαν, σκέφθηκε ν’ αναθέσει τις ελπίδες του στην προστασία του Αγίου Σπυρίδωνος, διά τούτο άρχισε να τον επικαλείται. Η βοήθεια του θαυματουργού Αγίου δεν άργησε να φανεί. Την επομένη, 13 Οκτωβρίου, στις 4.25΄΄ το απόγευμα διεγράφη στο βορειοανατολικό μέρος του ορίζοντα η μορφή του Αγίου. Κατά δε το μεσονύκτιο φάνηκαν στα βορειοδυτικά του ορίζοντα εν, δύο, έπειτα περισσότερα φώτα. Οι ναυαγοί τα θεώρησαν αλιευτικά και έριξαν φωτοβολίδες για να δηλώσουν την ύπαρξη των και να επιτύχουν την σωτηρία, αλλά δεν έλαβαν καμία απάντηση, έως ότου έσβησαν. Το γεγονός προκάλεσε αγανάκτηση, ακόμη και έκτροπες σε βλασφημία εκ μέρους των ασθενών κατά την πίστη. Ο Γ. Κόκκινος δεν έπαψε όμως να τους συνιστά υπομονή και ελπίδα στον Θεό, τους προέτρεψε δε να κωπηλατήσουν προς το μέρος όπου είχαν φανεί τα φώτα. Τις πρώτες ώρας της επόμενης ήλθε η βοήθεια του Θεού διά της μεσιτείας του Αγίου. Στις 4.25΄΄ το πρωί επιβιβάζονταν στο Δανικό ατμόπλοιο «Σικελία». Του θαύματος τούτου ανάμνηση αποτελούν δύο μικρές βάρκες αργυρές, μέσα σε κρυστάλλινη θήκη, η οποία ευρίσκεται εις τον νάρθηκα του Ναού, αφιέρωμα των διασωθέντων ναυαγών.

Η ψυχοπαθής, η δαιμονισμένη & ο βωβός εξ γενετής

Την 12 Ιουλίου 1946, παραμονή του εορτασμού αρχαίου θαύματος του Αγίου, (52) θεραπεύθηκε δια θαύματος του ιερού Σπυρίδωνος, στον εορταζόμενο Ναό του, στο Σαρόκο, η ψυχοπαθής Ντίνα Ραράκου. (53) Την δε 11 Αυγούστου του ιδίου έτους, ο θαυματουργός Άγιος θεράπευσε την βωβή και παράλυτο Αικατερίνη σύζ. Βασιλείου Υφαντή εξ Ιωαννίνων. (54) Επίσης, την 12 Δεκεμβρίου 1947, θεραπεύθηκε υπό του Αγίου η δαιμονιζόμενη Αγγελική Χ. Παπαφλωράτου από το Αργοστόλι της Κεφαλληνίας. Το δε επόμενο έτος, 13 Δεκεμβρίου, ο ενδεκαετής, βωβός εκ γενετής Γεώργιος Κων. Δεμίρης, θεραπεύθηκε κατά την ώρα της τριπλής περιφοράς του ιερού Λειψάνου, κατά την τελετή προς εναπόθεση αυτού στην Λάρνακα, και κατά την στιγμή που διέρχονταν επάνω του το σεπτό Σκήνωμα του Αγίου. Τέλος, την 3 Απριλίου του έτους 1951, ο θαυματουργός Άγιος απέδωσε την ομιλία στην βωβή Ευθυμία Χίσα του Δονάτου από το Καστρί της Ηπείρου. (55)

Ελάχιστος ο αριθμός των σημειωθέντων από «τῶν θαυμάτων ταὴν πληθὺν» του ιερού Σπυρίδωνος. Σταγόνες από τον ποταμό των δωρεών, τις οποίες η Χάρις του Θεού επιδαψιλεύει στους ανθρώπους, δια των προσευχών του θαματουργού Ιεράρχη. Όσο όμως μικρός και αν είναι ο αριθμός των αναφερθέντων θαυμάτων, αρκεί δια να διαφανή απ’ αυτόν η δύναμη του Σπυρίδωνος και η θαυματουργική του χάρις, αποτέλεσμα της παναγίας ζωής και βραβείο δια τις πολλές και μεγάλες αρετές του, εφαρμογή δε του θείου λογίου «τοὺς δοξάζοντές με δοξάσω». (56) Ως προς δε το πλήθος των θαυμάτων του Αγίου, περί αυτού μαρτυρούν οι αναρίθμητοι ευγνώμονες προσκυνητές, διακηρύττουν δε του λόγου το ασφαλές «μὲ ἀλαλήτους φωνὰς» οι κανδήλες και τα άλλα πολυάριθμα όσον και πολύτιμα αφιερώματα.

(Πηγή: Ο Ιερός Σπυρίδων, Αθανάσιος Χ. Τσίτσας, πρωτοπρεσβύτερος, Κέρκυρα 1967, σσ. 32 – 49)

Ο ασεβής αστυνομικός

Την 12 Φεβρουαρίου 1935 ο μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρίστος Διαμαντούδης του Θεοχάρους, από την Αρναία της Χαλκιδικής, ευρισκόμενος με ομάδα συμμαθητών του στο καφενείο του Σπυρίδωνος Τριβυζά, και ακούγοντας τον καφεπώλη, ο οποίος διηγείτο τα θαύματα του Αγίου, έδειξε απιστία και ανευλάβεια προς τον Άγιο. Αμέσως αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να παραλύουν, ταυτοχρόνως δε ακουστήκαν δύο ισχυρά κτυπήματα, ωσάν να ρίπτονταν πέτρες. Διακόπηκε η συζήτηση χωρίς όμως να περάσει η ταραχή του Διαμαντούδη. Κατά την ώρα της μελέτης περιφέρονταν στους διαδρόμους της Σχολής, εις παρατήρηση δε του αρχιφύλακας Χ. Κομνηνού, διηγήθηκε σε αυτόν τα συμβάντα. Ο αρχιφύλακας του συνέστησε να ζήτηση συγνώμη από τον Άγιο. Έπειτα από μία ταραγμένη και κρίσιμη νύκτα, πείσθηκε ο Διαμαντούδης από τον φίλο του Χρίστο Τσάτσαρη, να μεταβούν μαζί στον Άγιο. Μόλις έφθασαν στην είσοδο της κρύπτης του Αγίου, αισθάνθηκε ο Διαμαντούδης δύναμη υπεράνθρωπη να τον σπρώχνει προς τα έξω, άκουγε δε συγχρόνως θορύβους από τό μέρος της ιεράς Λάρνακας -καθώς διηγήθηκε ο ίδιος αργότερα. Τότε ο Εφημέριος του Ναού τον στήριξε και τον οδήγησε στην Λάρνακα του Αγίου, και διάβασε υπέρ αυτού παράκληση. Την νύκτα πέρασε με σχετική ηρεμία, κατά δε τις πρωϊνές ώρας αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του τον άγιο Σπυρίδωνα, να τον κοιτάζει με ιλαρότητα. Την επόμενη, πλήρης μετανοίας ο Διαμαντούδης, μετέβη και προσκύνησε τον Άγιο, η δε υγεία του αποκαταστάθηκε οριστικά, χωρίς επέμβαση ιατρών.

Ο μικρός τραυματίας

Εις το Μάριεμπαντ της Αυστρίας παραθέριζε, το θέρος του 1937, η οικογένεια των εκ Τεργέστης ομογενών Αφεντούλη. Μία ημέρα ο δεκαετής υιός τους, μαζί με ένα φίλο του, βγήκε από την θύρα του κήπου του ξενοδοχείου των διά να περάσει εις την απέναντι πλευρά του δρόμου, ήταν σακχαροπλαστείο. Έτρεχε δε και δεν πρόσεξε ότι έρχονταν το αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα. Ο οδηγός δεν μπόρεσε να σταματήσει, χτύπησε τον μικρό, πέρασε επάνω του και έφυγε. Εις το νοσοκομείο όπου μετεφέρθηκε ο μικρός τραυματίας, διαπιστώθηκε κάταγμα του μετωπιαίου οστού με έκχυση εγκεφαλικής ουσίας. Η διάγνωση διάσημων κρανιολόγων, οι όποιοι εκλήθησαν από την οικογένεια, ήταν απελπιστική. Η εκ μητρός μάμμη, Μαρία σύζ. Σπυρ. Μάρμορα, Κερκυραία, η οποία λυπήθηκε μέχρι παραφροσύνης, παρήγγειλε τηλεγραφικώς εις την Κέρκυρα ν’ ανοίξει η Λάρνακα του Αγίου και να γίνει παράκληση για την σωτηρία του εγγονού της. Το εσπέρας, την ώρα της παρακλήσεως, ο μέχρι τότε εν αφασία μικρός, άνοιξε τα μάτια, ψέλλισε λίγες λέξεις και άπλωσε στην μητέρα του τα χέρια. Οι παρακολουθούντες ιατροί έμειναν έκπληκτοι, ο δε μικρός έπειτα από σύντομη ανάρρωση έγινε τελείως καλά.

Η ψυχοπαθής, η δαιμονισμένη & ο βωβός εξ γενετής

Την 12 Ιουλίου 1946, παραμονή του εορτασμού αρχαίου θαύματος του Αγίου, θεραπεύθηκε δια θαύματος του ιερού Σπυρίδωνος, στον εορταζόμενο Ναό του, στο Σαρόκο, η ψυχοπαθής Ντίνα Ραράκου. Την δε 11 Αυγούστου του ιδίου έτους, ο θαυματουργός Άγιος θεράπευσε την βωβή και παράλυτο Αικατερίνη σύζ. Βασιλείου Υφαντή εξ Ιωαννίνων. Επίσης, την 12 Δεκεμβρίου 1947, θεραπεύθηκε υπό του Αγίου η δαιμονιζόμενη Αγγελική Χ. Παπαφλωράτου από το Αργοστόλι της Κεφαλληνίας. Το δε επόμενο έτος, 13 Δεκεμβρίου, ο ενδεκαετής, βωβός εκ γενετής Γεώργιος Κων. Δεμίρης, θεραπεύθηκε κατά την ώρα της τριπλής περιφοράς του ιερού Λειψάνου, κατά την τελετή προς εναπόθεση αυτού στην Λάρνακα, και κατά την στιγμή που διέρχονταν επάνω του το σεπτό Σκήνωμα του Αγίου. Τέλος, την 3 Απριλίου του έτους 1951, ο θαυματουργός Άγιος απέδωσε την ομιλία στην βωβή Ευθυμία Χίσα του Δονάτου από το Καστρί της Ηπείρου.

—————————————————————————————

Aπο το ιστολόγιο:ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ

1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε…»

Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;

Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»1 φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου,

1.Ησαΐα, ν’, 5.

ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ’ αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ’, 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ’ αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ’ ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».

Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα – ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»…

3. Το 1715 ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα – πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.

Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ’ την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σάν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ’ την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι’ αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.

Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ’ αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θά τον εγκαταλείψει.

Στόν ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.

-Άγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τα παιδιά μας, τους γέροντες μας, τις γυναίκες μας… Λυπήσου τις εκκλησιές μας…
Με τέτοιες κι άλλες παρόμοιες επικλήσεις περνά η νύχτα.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σάν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ’ αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;

Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντρο πιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!

Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α’ Ίωάν. ε’, 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.

Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή:

-Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ… δόξα τω ενεργούντι δια σου… Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου.

Τί ευλογία Θεού θα ήταν, αν και οι κάτοικοι της ευλογημένης αυτής νήσου, της μαρτυρικής Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου – κάπου τις ρίζες τους και ζητούσαν, ναι! και ζητούσαμε όλοι από τις μυριάδες των αγίων μας τις πρεσβείες τους για την ευτυχία και την ελευθερία μας! Τις ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 και μας τις πρόσφεραν. Κι η δράκα των πιστών παιδιών μας νίκησε κι εξευτέλισε μια αυτοκρατορία. Σωρεία τα θαύματα που έγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, αφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δεν τις ζητούμε και τώρα; Γιατί δεν μεταβάλλουμε το νησί μας από ένα χώρο αμαρτίας και διαφθοράς σε ένα στρατόπεδο προσευχής; Αλήθεια! Γιατί; Γιατί;

Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.

Το θαύμα αυτό της σωτηρίας της νήσου, ακολούθησε κι άλλο θαύμα πολύ μεγάλο κι εξαιρετικό, αλλά και φοβερό στην όλη του εμφάνιση και παρουσία.

4. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πώς αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:

-Ποιός είσαι; Πού πάς; Μια φωνή του απήντησε. – Είμαι ο Σπυρίδων.

Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Ή τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.

Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον…

Θα ήταν αληθινή ευλογία από τον Θεό, αν οι λέξεις αυτές τούτου του ύμνου γίνονταν για τον κάθε κάτοικο αυτής της νήσου μήνυμα προσευχής και καθημερινό βίωμα. Μήνυμα προσευχής… Η επανάληψη κάποιων αληθειών, μπορεί να είναι μερικές φορές κουραστική κι ανιαρή. Οπωσδήποτε, όμως, ωφέλιμη.

Στήν προς Φιλιππησίους επιστολή του, κεφάλαιο γ’ και στίχος 1 ο θείος Παύλος χρησιμοποεί την επανάληψη λέγοντας: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω’ τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές». Δηλαδή, αδελφοί μου, η προτροπή, που υπολείπεται να σας κάμω, είναι τούτη. Χαίρετε πάντα τη χαρά, που φέρνει στον καθένα η στενή σχέση και επικοινωνία με τον Κύριο. Σάς το είπα και προηγουμένως. Το να σας το ειπώ και πάλι γράφοντας σας τα ίδια, σε μένα τούτο δεν προκαλεί ενόχληση’ ούτε και βαριέμαι να το κάμω. Σε σας, όμως, τούτο είναι ασφάλεια.

Γράψαμε πιο πάνω πόσο μεγάλη τιμή είναι για την Κύπρο μας να έχει κοντά στον Κύριο ένα τέτοιο πρεσβευτή σαν τον άγιο Σπυρίδωνα. Γεννάται, όμως, το ερώτημα:

Συνειδητοποιούμε όλοι οι χριστιανοί αυτή την τιμή; Φροντίζουμε με έργα και την όλη ζωή μας να δείχνουμε τον σεβασμό και την εκτίμηση μας στον μεγάλο άγιο μας και προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθώς πρέπει τη μνήμη του; Κι ακόμη φροντίζουμε στις ποικίλες μας περιστάσεις και δυσκολίες να προστρέξουμε με πίστη φλογερή στον Κύριο και να εκζητούμε δια των πρεσβειών των Αγίων της Κύπρου μας κι ιδιαίτερα δια των πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος το έλεος του Κυρίου; Η πραγματικότητα δυστυχώς, όπως τη ζούμε, μας διαψεύδει. Κι όμως είναι καιρός να συνέλθουμε. Άς είναι και τη δωδέκατη παρά… είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να καταφύγουμε στον «δυνάμενον σώζειν» και με καρδία «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Ναι! Θα μας ακούσει.

Γιατί, όπως ψάλλει κι ο θεοφώτιστος ψαλμωδός, ο Κύριος είναι πάντα κοντά σ’ εκείνους που τον επικαλούνται. «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αλήθεια. Θέλημα των φοβούμενων αυτών ποιήσει κοίτης δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ’, 18-19). Ακούει ο Κύριος εκείνους που τον επικαλούνται με ειλικρίνεια και αγνά ελατήρια. Τους ακούει και τους προσφέρει αυτό που του ζητούν. Κι εμάς θα μας ακούσει και θα μας δώσει αυτό που θα του ζητήσουμε: Τη λύτρωση από τα δεινά, την ποθητή ελευθερία. «Πιστός ο Θεός, ός ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α’ Κορ. ι’, 13). Είναι άξιος κάθε εμπιστοσύνης ο Θεός. Και, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν θα μας αφήσει να δοκι μασθούμε παραπάνω από ό,τι αντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και το τέλος της, καθώς και τη δύναμη να την αντέξουμε. Αλλά και κάτι άλλο, που πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς πάντα ακούει τις προσευχές των πιστών παιδιών του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέγει. «Ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’, 7).

Είναι καιρός το νησί μας, «η Νήσος των Αγίων» να ξαναγίνει ένα στρατόπεδο προσευχής, αν θέλουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες. Είναι καιρός να σταματήσει από όλους η ανόητη συνήθεια, που δέρνει τα τελευταία χρόνια τούτο τον μαρτυρικό τόπο• «των οικιών ημών εμπιπραμένων» εμείς να μην έχουμε άλλη έγνοια παρά μόνον τα καρναβάλια και τις δισκοθήκες!

Είναι καιρός πια να συνέλθουμε. Είναι καιρός να ανανήψουμε. Είναι καιρός όσοι ποθούμε να ιδούμε καλύτερες μέρες να φροντίσουμε να παραδειγματισθούμε από τη ζωή των άλλων, σε παρόμοιες σαν και τη δική μας περιστάσεις. Αυτό που έγινε στην Κέρκυρα το 1940-41 είναι όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό της αξίας της μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό. Αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, όχι γιατί είναι μοναδικό, άλλα μια και μιλούμε για το καύχημα της Ορθοδοξίας, τον άγιο Σπυρίδωνα και το ευλογημένο νησί που κατέχει το άγιο Σκήνωμά του, το βρίσκουμε επίκαιρο.

Όταν στις 28 του Οκτώβρη του 1940 μας κτύπησαν οι Ιταλοί, οι Κερκυραίοι έβαλαν τελεία και παύλα, όπως λέμε στην προηγούμενη ζωή τους. Με συντριβή ψυχής στράφηκαν προς την Εκκλησία και με βαθιά πίστη άρχισαν να επιζητούν από τον Προστάτη τους τον άγιο Σπυρίδωνα, τις ικεσίες και τη βοήθεια του για τη σωτηρία της Ελλάδος μας, και ιδιαίτερα της νήσου των. Το αποτέλεσμα της αλλαγής της ζωής τους, έφερε το ποθούμενο. Μολονότι τρείς μέρες μετά την επίθεση ενάντια στην Ελλάδα μας η Κέρκυρα δεχόταν την πρώτη και επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.

Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Άν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ’ ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στόν γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ’ αυτή, μα και σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».

Πολύ χαρακτηριστικό είναι το του Παροιμιαστού. Και αξίζει να το ενθυμούμαστε πάντοτε. «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ. οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν». Όσους με αγαπούν, δηλαδή, εγώ τους αγαπώ. Κι όσοι με ζητούν θα βρουν μεγάλη χάρη και ευλογία. Καιρός να το καταλάβουμε. Καιρός ακόμη να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι αληθινή ευτυχία και χαρά, χαρά ατομική και εθνική, μόνον κοντά στον Χριστό μπορεί να υπάρξει.
Οι κάτοικοι της Κέρκυρας σε κάθε δυσκολία δεν παραλείπουν από του να καταφεύγουν στον άγιο και να εκζητούν με πίστη φλογερή τη μεσιτεία του. Σ’ αυτή τους τη ζηλευτή συνήθεια ας τους μιμηθούμε κι εμείς. Μεγάλο θα είναι το κέρδος μας. Το μαρτυρεί η πίστη μας. Το βεβαιώνει η ιστορία του αγίου.

Άπειρα είναι τα θαύματα του. Γι’ αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανο Του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση κι ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο Σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.

Με πίστη βαθιά κάθε φορά κι ευλάβεια συγκινητική τρέχει ο κόσμος στη χάρη του να προσκυνήσει το άγιο λείψανο του και με δάκρυα να εκζητήσει τη μεσιτεία του. Νοερά ας μεταφερθούμε κι εμείς ως εκεί. Κι αφού με σεβασμό κλίνουμε το γόνυ της ψυχής μπροστά στην άγια μορφή του, ας του ψιθυρίσουμε ικετευτικά:

Άγιε Σπυρίδων Πατέρα μας.
Ένα μεγάλο μέρος του νησιού μας,
της μαρτυρικής Κύπρου μας, στενάζει σήμερα
κάτω από τα πόδια του βάρβαρου Αγαρηνού.
Η εκκλησία σου στην Τριμυθούντα, στο χωριό που
έζησες και υπηρέτησες δεν λειτουργιέται πια.
Είναι κλειστή.
Στόν τάφο σου να πάμε και με κλάματα να σε
παρακαλέσουμε να μας βοηθήσεις, δεν μπορούμε.
Λυπήσου μας. Πατέρα, κι άκουσε την ικεσία μας!
Φταίξαμε τ’ ομολογούμε. Παρασυρθήκαμε…
Όμως, με σπαραγμό ψυχής το συναισθανόμαστε
και μετανοούμε.
Μετανοούμε και με δάκρυα ζητούμε
το έλεος του Κυρίου μας.
Δεήσου κι εσύ, Άγιε μας, να μας λυπηθεί
Να μας λυπηθεί και για χάρη σου
να μας σπλαγχνιστεί Και να μας συγχωρήσει.
Ζήτησε του να μας φωτίσει, ώστε στο μέλλον
να μη παρασυρόμαστε. Μα να μένουμε
μέχρι θανάτου πιστοί στο θέλημα του.
Κι όπως άλλοτε για χάρη σου έσωσε την αγαπημένη σου
Κέρκυρα,1 έτσι και τώρα για χάρη δικιά σου,
να σώσει κι εμάς.
Στο ζητούν, Άγιε Πατέρα, οι χαροκαμένες μάνες.
Στο ζητούμε τα παιδιά σου!
Σε Ικετεύουμε οι πατριώτες σου!
Δώσε πια να λυτρωθούμε από τα δεινά,
που μας βρήκαν
κι από τη σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή.
Δώσε ακόμη να ενωθούμε και με τη Μάνα μας,
την Ελλάδα, για να μπορούμε όλοι μαζί
οι Πανέλληνες να σου ψάλλουμε ευλαβικά:

Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή. Χαίροις Κερκυραίων ο σοφώτατος ιατρός. Χαίροις της Τριάδος ο Θείος μυστολέκτης. Κυπρίων μέγα κλέος. Σπυρίδων Άγιε.

Απολυτίκιο
Ήχος α’

Της Συνώδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυ ματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων, Πατήρ ημών διό νεκρό; συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν είς χρυσούν μετέβαλες• και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούν τάς σοι, Ιερωτάτε. Δόξα τω σε δοξάσαντι• δόξα τω σε στεφανώ σαντι• δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

Εξήγηση: Άγιε Σπυρίδων, Πατέρα μας, ανίκητος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας αναδείχθηκες στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, μα και θαυματουργός. Ναι! θαυματουργός. Γιατί και με νεκρή κόρη, που ήταν στον τάφο συνομίλησες και φίδι μετέβαλες σε χρυσάφι. Αλλά και όταν, Ιερώτατε, έψαλλες τις αγίες προσευχές σου, Άγγελοι κατέβαιναν και λειτουργούσαν μαζί σου. Δοξασμένος να ‘ναι ο Θεός που σε δόξασε• δοξασμένος να ‘ναι ο Θεός, που σε τίμησε με το στεφάνι της αγιωσύνης• δοξασμένος να ναι ο Θεός, που με τις προσευχές σου δίνει σε όλους μας θεραπείες.

Μεγαλυνάριο

Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός•
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός•
Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος,
Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή,
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός,
Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος,
Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.


http://dosambr.wordpress.com/2010/12/11/%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89/

0 Comments:

Post a Comment