Στ Κοινόβιο πο μουν, ποιος κανε τν πι πολλ δουλει κρυβόταν. Μάζευε νας δελφς δυ τσουβάλια λις κα λεγετι μάζεψε να καλαθάκι κα τι λλος μάζεψε πολλ τσουβάλια. Ατ εναι γάπη.

ταν μουν στ Κοινόβιο, γνώρισα ναν διάκο πο γέρασε κα πέθανε διάκος. ταν ταν κόμη νέος μοναχός, τΜοναστήρι εχε νάγκη π διάκο κα τν χειροτόνησαν. ργότερα ρθαν νεώτεροι. Ο νεώτεροι γιναν διάκοι κα ερες κακενος δινε συνέχεια τν σειρά του στος λλους κα παρέμενε διάκος. ταν το λεγαν ν γίνη ερεύς, λεγε: «Τώρα δνχει νάγκη τ Μοναστήρι. Δόξα τ Θε, πάρχουν ο νεώτεροι δελφοί». Τν βαλαν στ γραφεο. ταν ρθαν μορφωμένοι στ Μοναστήρι, παρακάλεσε κα φυγε κα π τ γραφεο. ταν τ Μοναστήρι περνοσε μία δυσκολία, παρακάλεσε ατς ελαβς διάκος ναν ερέα νάρετο ν ναλάβη τν γουμενία. κενος το επε: «Πς σ ποφεύγεις τς εθύνες κα τς φορτώνεις σ' μένα; Γίνε σ προϊστάμενος, γι ν γίνω κα γ γούμενος». τσι γινε νας γούμενος κα λλος προϊστάμενος. ταν τακτοποιήθηκαν τ πράγματα κα πήγαινε καλ τ Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι ππροϊστάμενος. Πολ μ βοήθησε ατς διάκος, εχε πολλ Χάρη Θεο. Ατν καλοσαν γι τ δύσκολα θέματα στν ερΚοινότητα ν π τν φωτισμένη τοῦ... γνώμη.

Στ Κοινόβια πρτα τί μορφα ταν! συχία! Εχαν κα τ ρολόι πο χτυποσε κάθε τέταρτο, γι ν θυμται καθένας νλέη τν εχή. Κα ν ξεχνιόταν κανείς, κουγε τ ρολόι πο χτυποσε κάθε τέταρτο κα ρχιζε πάλι τν εχή. Πολ βοηθοσε τ ρολόι. λεγαν ο Πατέρες τν εχ κα εχε συχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στ Μοναστήρι. Στ Κοινόβιο πο μουν στγιον ρος μασταν ξήντα Πατέρες κα ταν σν ν ταν νας συχαστής. Εχαν λοι τν εχή. Στν κκλησία λίγοιψαλλαν κα ο περισσότεροι νοερ προσεύχονταν. Στ διακονήματα τ διο. Μία συχία παντο! Δν μιλοσαν δυνατ οτε φώναζαν. συχα καναν τ διακονήματά τους. λοι θόρυβα κινονταν σν τ πρόβατα. Πάντα πρχε θόρυβα μία κινήση στ Μοναστήρι. Δν ταν πως τώρα πο χουν στ Κοινόβια ρα διακονίας, ρα συχίας ...; σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν νάλογα μ τν διακονία του.


0 Comments:

Post a Comment