ΟΜΙΛΙΑ Γ' ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ.

(26 Δεκεμβρίου 1909)

1. Τώρα θα σας παρουσιάσω μια χαροκαμένη γυναίκα. Και θα σας διηγηθώ γι' αυτήν.

Πριν τρία χρόνια είχαν έλθει με τον σύζυγο της να με δουν. Κατάγονταν από το Κούρσκ και ήσαν πολύ πλούσιοι έμποροι. Τότε ή ζωή της περνούσε πολύ ωραία. Μα τώρα άλλαξε. Πέθανε ό σύζυγος της. Πέθανε ή μητέρα της. Και μόλις πού ή ίδια γλύτωσε τον θάνατο!

Οι γυναίκες δεν τα καταφέρνουν καλά στο εμπόριο. Έτσι ή περιουσία της διασκορπίστηκε. Τελικά της έμειναν περίπου 40.000 ρούβλια. Ένα βράδυ, ενώ κάπου πήγαινε, της επιτέθηκαν δύο: ό ένας της άρπαξε 600 ρούβλια. Ό άλλος της κατάφερε ένα γερό κτύπημα στο κεφάλι. Από τότε αισθάνεται ένα πολύ άσχημο πόνο στο κεφάλι της. Τώρα θέλει να ξεκαθαρισθή ή υπόθεση αύτη. Μα την απειλούν, ότι θα την σκοτώσουν. Με αυτά πού λέγω, μη νομίσετε πώς θα σας κάνω υποδείξεις να αφήσετε τον εμπόριο.

Μιλάω για την κ. Λ. Ν. Κερασιόβα. Για σας τον μέλλον θα δείξει. Τώρα κάνετε την δουλειά σας και λέτε τον «Δόξα σοι, ό Θεός». Ναι, είναι δύσκολο πράγμα το εμπόριο. Και μείς εδώ εμπόριο κάνομε. Διαφορετικής βέβαια μορφής. Εμείς προσπαθούμε να σώσουμε ψυχές. Να τις θρέψωμε πνευματικά. 'Αλλά και μείς στις δικές τους προσευχές κρεμόμαστε. Μ' αυτές σωζόμαστε. Έτσι όλα κάνουν κύκλο!

Να π. χ. εγώ δεν θα την άλλαζα αυτήν την γωνίτσα, τον προσευχητάρι μου, ούτε με ολόκληρο τον πολυτελέστατο βασιλικό ανάκτορο, φερ' ειπείν τού Κρεμλίνου στην Μόσχα! Τί τεράστιες σάλες πού υπάρχουν εκεί! Τί κιονοστοιχίες! Τί μαλαχίτης! Τί μάρμαρα! Τί χλιδή! Μα αυτά πού έχω εγώ είναι όλα καλλίτερα. Και όχι μόνο αυτά πού έχω εγώ. Άλλοι έζησαν σε υπόγεια σπήλαια. Με τον Χριστό παντού καλά είναι.

2. Έχετε ακούσει την ιστορία τού Μενσικώφ;

Κάποτε ό Μέγας Πέτρος περπατούσε στον δρόμο. Απέναντι του έρχεται ένα μικρό παιδάκι με ένα σακουλάκι.

—Τί έχεις στο σακούλι σου;

-Λούπινα.

-Λούπινα; Δός μου να δοκιμάσω κι εγώ.

Επήρε και έφαγε.

— Ωραία τα λουπινάκια. Σύ από πού είσαι;

—Χωρικός από την περιοχή τού Όριώλ.

-Έλα σε μένα. Με ξέρεις; -Όχι.

—Με λένε Πέτρο. Κάθομαι στην Μόσχα. Στο Κρεμλίνο. Έλα να με βρεις. Σε θέλω.

—Να σού φέρω και λούπινα;

-Φέρε μου και λίγα λούπινα.

Ό Μέγας Πέτρος είχε διεισδυτικό μάτι. Ήξερε και διάλεγε. Και ό Αλέξανδρος Δανιήλοβιτς Μενσικώφ έγινε αρχιστράτηγος. Μια από τις θυγατέρες του έγινε νύφη του Τσάρου. Επί Αικατερίνης Α' ό Μενσικώφ έφθασε σε πολύ μεγάλη δόξα. Μα επί Πέτρου Β' βρέθηκαν μερικοί πονηροί, ανάμεσα στους όποιους ήταν και ό Μενσικώφ, πού μόλυναν τα χέρια τους με τον πάθος της φιλαργυρίας. Κάποτε περίμεναν τον Τσάρο Πέτρο Β' στην Εκκλησία. Ετοίμαζαν τον θρόνο. Μα ό Τσάρος τελικά δεν πήγε. Τότε ό Μενσικώφ έκατσε ό ίδιος στον θρόνο! Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Παρά ταύτα ή είδηση πήγε στον Τσάρο Πέτρο αστραπιαία. Θύμωσε. Και διέταξε να καταγράψουν όλα τα υπάρχοντα τού Μενσικώφ (Μόνο χρυσάφι του βρήκαν 125 πούντ, δηλ. περίπου 2.047 κιλά). Τα κατάσχεσε. Και έστειλε τον Μενσικώφ οικογενειακώς εξορία. Στο Μπεριόζοβο τής Σιβηρίας.

Ενώ λοιπόν ό Αλέξανδρος Δανιήλοβιτς Μενσικώφ καθόταν στην καρέκλα του Τσάρου, ένας διά Χριστόν σαλός πήγε κοντά του πατώντας στα νύχια και φώναξε: «Ό γιός του Δανιήλ τσάρος! Τον Δανιηλάκι τσάρος!» Όλοι τα έχασαν, και άρχισαν να ρωτούν τον σαλό, τί εννοεί. Και εκείνος επανέλαβε: «Τον Δανιηλάκι τσάρος!».

Ή γυναίκα του Μενσικώφ πέθανε, πριν φθάση στο Μπεριόζοβο. Οι θυγατέρες του έμειναν μαζί του. Στην εξορία ό Μενσικώφ άλλαξε τρόπο ζωής. Ανάβει ένα κεράκι και διαβάζει τον Ψαλτήρι. (Βέβαια ό κόσμος δεν εννοεί να κάτσει να διαβάζει τον ψαλτήρι. Μόνο οι γριούλες τον διαβάζουν - και τί υπέροχα! - επάνω από τα λείψανα των πεθαμένων!) Και διαβάζοντας τον ψαλτήρι ό Μενσικώφ κάθε τόσο έπαναλαμβάνει: «Αγαθόν μοι, ότι έταπείνωσάς με, Κύριε»!

Ό Πέτρος Γ' τον συγχώρησε. Μα ή συγγνώμη του δεν τον βρήκε ζωντανό. Πέθανε στο Μπεριόζοβο. Τα κορίτσια γύρισαν στην Πετρούπολη. Και παντρεύτηκαν. Πιστεύομε, ότι ό Μενσικώφ αξιώθηκε να φορέσει τον βασιλικό στέφανο στην Μονή του Κυρίου, όπως γράφει ό Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Έτσι επαλήθευαν τα λόγια του σαλού: «Τον Δανιηλάκι τσάρος»!

Γιατί τα λέγω αυτά; Γιατί βασιλικό στέμμα είναι ετοιμασμένο και για σάς. Αρκεί να μπορέσετε να τον φορέσετε. Και πώς θα μπορέσετε; Αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Με λίγα λόγια - τήρηση εντολών. Και πρώτη και κύρια, ή αγάπη. Σε αυτήν κρέμονται όλος ό νόμος και οι προφήται. Μη κρίνετε κανένα. Μη θίγετε κανένα. Προσεύχεσθε, όσο μπορείτε. Και όταν θα φθάσετε στο τέλος τής ζωής σας, κανείς δεν ξέρει ανάκτορο γρήγορα ή αργά, θα λάβετε τον στέφανο τής βασιλικής δόξης και θα γίνετε «ιερείς και βασιλείς του Θεού του Υψίστου εις αιώνας αιώνων».

Αυτά τα στέμματα εγώ δεν τα βλέπω τώρα επάνω στα κεφάλια σας- μα μπορείτε να τα αποκτήσετε.

3. Είναι γνωστή ή διήγηση αυτή:

Κάποτε ό τσάρος Ίβάν ό τρομερός πήγαινε σ' ένα γεύμα. Ό λαός έβγαζε τα καπέλα και υποκλινόταν βαθειά. Ένας όμως, ό Βασίλειος ό σαλός, πηδούσε με τον ένα πόδι, χωρίς να δίνη καμιά σημασία στον τσάρο.

-Βασιλάκη, βγάλε τον καπέλο σου. Περνάει ό τσάρος! του είπαν.

-Να ό τσάρος- να ό τσάρος, απάντησε ό σαλός δείχνοντας ένα απλό ανθρωπάκι.

Δεν τον κατάφεραν να προσκύνηση τον τσάρο. Όμως αυτό δεν τον έκανε, επειδή καταφρονούσε τον τσάρο. Μα επειδή, αυτός - με τα πνευματικά του μάτια - έβλεπε τον βασιλικό στέμμα όχι στον Ίβάν τον Τρομερό, αλλά σε ένα απλό άνθρωπο. Θαυμαστή είναι ή πρόνοια του Θεού πού οδηγεί τον άνθρωπο στην οδό τής αληθείας!

4. Στο Κούρσκ ζούσε μια πλούσια οικογένεια- οι Άνθίμωφ. Ήσαν έμποροι. Είχαν χιλιάδες μασούρια. Είχαν αποκτήσει ένα μονάκριβο αγόρι, τον Ίβάν, πού όλο και περισσότερο τού άρεσε τον μοναστήρι. Οι γονείς του όμως ήθελαν να τον παντρέψουν. Κάποτε πέθανε ή μητέρα του. Πριν πεθάνει τού είπε: «Να πάς, Ίβάν, στο μοναστήρι». Μα δεν πέρασε ένας χρόνος και ό πατέρας του εύρήκε μια πλούσια κοπέλα, κυριολεκτικά καλλονή, για νύφη. 'Επήγε να την δη για λογαριασμό τού γιού του. Παλαιά έτσι γινόταν. Ότι έλεγε ό πατέρας, αυτό έκαναν. Γυρίζει στο σπίτι ό πατέρας.

-Λοιπόν, μπαμπά, είναι καλή ή νύφη;

-Πολύ καλή.

—Πότε, με την ευχή σας, θα πάω να την δώ εγώ;

-Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνη.

-Μα πώς, μπαμπά μου; Εγώ θα την παντρευτώ και δεν χρειάζεται να την δώ;

-Κανένας λόγος δεν υπάρχει να την δεις εσύ γιατί είναι βέβαια νύφη μας, αλλά όχι για σένα!

-Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο;

-Να, έτσι- θα την παντρευτώ εγώ!

— Παντρέψου τότε εσύ, μπαμπά, και άφησε εμένα να πάω για ψάρια!

-Άιντε στο καλό, στην ευχή τού Θεού!

Καβαλίκεψε και έφυγε. Μα αντί για ψάρια, επήγε κατ` ευθείαν στην Όπτινα.

Πηγαίνει με ένα αμαξάκι. Ό άμαξας, χωρίς να το προσέξει, προσπέρασε τον χάνι (ξενοδοχείο). Ό γέρο - ξενοδόχος άκουσε τον κουδούνι και βγήκε. Κοιτάζει, βλέπει ένα αμαξάκι να τρέχει. Και σ' αυτό κάθεται ένας νεαρός με μίτρα στο κεφάλι.

-Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με! Τί είναι αυτό πάλι; Είμαι εντελώς καλά! Και δεν κοιμάμαι!

Τρέχει στο χάνι και διηγείται στους δικούς του.

-Τον και τον ... είδα!

—Είσαι στα καλά σου, πατέρα;

-Ας βγούμε στο μπαλκονάκι να ιδούμε.

Και είδαν τον άμαξά να γυρίζει και να οδηγεί τα άλογα στο ξενοδοχείο τους. Κατεβαίνει από τον αμάξι ό νεαρός Άνθίμωφ και τούς χαιρετάει.

—Σεις περάσατε τώρα μόλις;

-Ναι. Ό άμαξας μου, χωρίς να τον καταλάβει, προσπέρασε λίγο. Μα τί έχεις, μπάρμπα; Γιατί με κοιτάζεις έτσι;

-Στο κεφάλι σου τί φορούσες;

—Τραγιάσκα (κασκέτο).

-Α, τραγιάσκα!

Φεύγει ό γέρο - ξενοδόχος και πάει στον πάτερ Μωϋσή, και τού τα διηγείται όλα. Μα στον πατέρα Μωϋσή δεν εδόθη γι' αυτό αποκάλυψη.

-Δεν ξέρω, τί να σού ειπώ. Πήγαινε στον Μακάριο.

Ό πάτερ Μακάριος τον προαπάντησε ό ίδιος.

—Τί σού συνέβη, παιδί μου; Είδες αρχιμανδρίτη; Τί μίτρα φορούσε; θα γίνει πολύ μεγάλος αυτός ό αρχιμανδρίτης Ίσαάκιος!

Έτσι και έγινε. Αργότερα. Τότε στον Άνθίμωφ οι πατέρες τής Όπτινα δεν είπαν τίποτε.

Ό πατέρας του, όταν τον έμαθε, θύμωσε. Τρία χρόνια δεν του μιλούσε του γιου του. Μετά τρία χρόνια, όταν ήλθε, ερώτησε:

—Μα που είναι εκείνος ό ανυπάκουος;

Μα τόσο πολύ του άρεσε στην Όπτινα, ώστε λίγο ακόμη και θα έμενε για πάντα. Ό πάτερ Μακάριος του είπε:

—Έ, όχι! Ζήστε, όπως ζείτε μέχρι τώρα. Άλλωστε λίγη ζωή έχετε ακόμα μπροστά σας!

Ό πάτερ Ίσαάκιος κυβέρνησε την Όπτινα 38 χρόνια.

Με διαφορετικούς δρόμους και τρόπους μας οδηγεί ό Κύριος μας στην σωτηρία.

Αμήν


http://apantaortodoxias.blogspot.com/2011/01/blog-post_3806.html

0 Comments:

Post a Comment