Το πάθημα του Τσουραπά Αρσενίου.



(Αυτολεξεί από τις σημειώσεις του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, με πρόθυμη συγκατάθεση της συνοδείας του).


«Διά της τοποθετήσεως εις τον σπήλαιον της αγίας εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, εφυγαδεύθη εκείθεν ή σατανική ενέργεια, ήτις εξεδηλούτο κατά ποικίλους τρόπους- εξακολουθεί όμως να εκδηλούται, μολονότι πολύ αραιώς· και τούτο περιάγει πάντας, και δή ημάς τούς γειτ­νιάζοντας, εις ταραχή, προβληματισμό και, ως ευνόητο, εις πνευματική εγρήγορσιν. Εκζήτησης παρατηρήσεως και μελέτης πάντως όλων των κατά καιρούς περιπτώσεων, αι επήρειαι αύται αφεώρων περιπτώσεις αποκλειστικώς και μόνον ανθρώπων κακότροπων και ανεξομολόγητων ή υποτακτικών παρήκοων και ισχυρογνωμόνων. Μίαν εξ αυτών την σημειούμεν, ως άφορώσαν πρόσωπον γνωστόν και σχετιζόμενον στενώς μεθ' ημών, τον αγαπητό Γέροντα Αρσένιο «Τσουραπάν».


Τον παρεπωνυμον τω απεδόθη παρά των πατέρων της περιοχής, επειδή, προμηθευθείς ποδοκίνητον μηχανήν πλεκτικής καλτσών («τσουρα­πιών»), έπεδόθη εις τούτο τον έργόχειρον προς έξοικονόμησιν των προς τον ζην αναγκαίων.

Ό πατήρ Αρσένιος ήτο υποτακτικός τού ενάρετου Αυξεντίου, Γέροντος της εν την Σκήτη της Αγίας Αννης καλύβης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της κάτωθι της περιοχής της καλύβης του Αγίου Γεωργίου, εν ερειπίοις σήμερον γνωριζομένης, δυστυχώς. Παρά τω ιδίω δε Γέροντι υπετάγη και ήσκήθη ό όσιος Σάββας ό Νέος, του όποιου τον τίμιον λείψανον σώζεται εις Κάλυμνον αδιάφθορο και θαυματουργούν.


Οι νέοι και αρχάριοι μοναχοί, ως γνωστόν, ενώ είναι ζέοντες και ενθουσιώδεις εις την τήρησιν των μοναχικών των καθηκόντων και εις άκρον τηρηταί των εντολών του Γέροντος των, εστίν ότε και ενδιαμέσους Πόθος και Χάρις στον Αγώνα κλέπτονται τη σκέψει και τω λογισμώ και ενάρετου τη άπειρίς και αδιακρισία των -καλή τη προθέσει τάχα-αποτολμούν ίδιον θέλημα, και ούτως εμπίπτουν λανθανόντως εις την σφαίραν επιρροής του μισοκάλου, οπό­θεν είναι βεβαία ή πτώσις και ή καταστροφή των, εάν αι προσευχαί του Γέροντος δέν αποδειχτούν ίκαναί να κινήσουν την ευσπλαχνία του Κυρίου και της Θεοτόκου εις βοήθειαν και σωτηρίαν.

Ιδού πώς μοι διηγήθη ό πατήρ Αρσένιος τον συνεπείς παρακοής πάθημά του:


«Ήμουν νέον καλογεράκι, γεμάτο με ζήλο και προθυμία και ιερό ενθουσιασμό εις τα της μοναχικής ζωής, και μάς ειδοποίησε από τα Κατουνάκια ό εκεί ασκούμενος και ησυχάζων Γέρων Αρσένιος (Αρσένιος έλέγετο και εκείνος), να υπάγω να ζυμώσω, διότι τελείωσε τον παξιμάδι του και ό υποτακτικός του έλειπε εις αποστολή. Μεταξύ των συνοδειών μας διατηρείτο από πολλών ετών πνευματικός σύνδεσμος και ήσαν συνήθεις αι άλληλοσυνδρομαί και εξυπηρετήσεις. Ευχαρίστως λοιπόν και προθυμότατα ό Γέροντάς μου έδωκε την συγκατάθεσιν και ευλογία, και εγώ ανέμενα εναγωνίως την προσυμπεφιονημένην ημέρα να μεταβώ εις τα Κατουνάκια, όχι τόσον διά να συντρέξω και συμβάλω εις την πλήρωσιν τής ανάγκης των άρτων, όσον διά να συναναστραφώ έστω έπ' ολίγον εκείνον τον άγιον Γέροντα, να ακούσω τας συμβουλάς του, να αποκομίσω πνευματικά ωφελήματα, και να λάβω την ευχή του.


Ήτο όμως χειμών και ατυχώς κατά την καθορισμένη ημέρα επεκράτει κακοκαιρία. Ήγέρθημεν τον μεσονύκτιον, ως συνήθως, διά την άκολουθίαν τού όρθρου. Εγώ δε, ενάρετου τω ζήλω και τω ενθουσιασμό μου, άρχισα αμέσως να ετοιμάζομαι διά την άναχώρησιν οπότε μοι λέγει ό Γέροντας: «Βρέ εύλογημένο μου παιδί, "ή χειμωνιάτικη νύκτα είναι χρόνος", μείνε να διαβάσωμε πρώτα την άκολουθίαν μας, και μετά έχεις άρκετάς ώρας εις την διάθεσίν σου να ύπάγης». Εγώ όμως αντέτεινα και επέμεινα να αναχωρήσω τον ταχύτερο δυνατόν, διά να τελειώσω τον ζύ­μωμα και να επιστρέψω εγκαίρως. Ή κατ' αρχάς ηπίως συζητούμενη διαφορά εξελίχθη εις λυπηρά διχογνωμία. Εκείνος δεν εδέχετο να αναχωρήσω προς τής ακολουθίας, εγώ πεισμόνως περίπου εξέφραζα την θέλησίν μου να αναχωρήσω, χωρίς καν να συλλογισθώ ότι αυτό τον όποιον διέπραττα ήταν αντιμοναχική συμπεριφορά και διεκδίκησις ιδί­ου θελήματος, όπισθεν του οποίου ελλόχευεν ό Σατανάς, επιχαίρων και έτοιμος να με περιαδράξη και κατασπαράξη.


Ό Γέροντας, καταφανώς περίλυπος διά την συμπεριφοράν μου, ήρκέσθη να μου είπή: «Αφού επιμένεις τόσο, πήγαινε, και σε καλό να σου βγή» Εγώ, ό απερίσκεπτος, ικανοποιημένος πλέον από την άπάντησιν και ευχαριστημένος διότι επεκράτησε ή δική μου επιθυμία, χωρίς να χρονοτριβήσω περαιτέρω, έβαλα μετάνοια, του φίλησα τον χέρι και, κρατώντας τον κομποσκοίνι, πήρα τον μονοπάτι λέγοντας την ευχή, για να λογισθή ή καθ` όδόν έπίκλησις του ονόματος του Ιησού ως τέλεσης και ακολουθίας, πράγμα πού τον συνηθίζουμε, ως γνωστόν, στο Όρος. Βάδιζα χαρούμενος, διότι θα τελείωνα καλό έργον θα εξυπηρετούσα έναν άγιο ασκητή και Γέροντα. Καθόλου δεν πέρασε από τον νουν μου, ότι την προς τούτο συγκατάθεση και «ευλογία» την πήρα δυναστικώς και εκβιαστικώς, και αφήκα οπίσω μου τον δικό μου Γέροντα λυπούμενον και στενάζοντα.


Δεν με φόβιζε τον σκοτάδι, δεν υπολόγιζα τον κρύο. Πλησιάζοντας την Σπηλιά, διαπίστωσα ότι τον κανδήλι τής Παναγίας ήταν σβησμένο και θέλησα, προτού προσκυνήσω, να τον ανάψω. Τον Προσκυνητάριον τής εικόνος, ως γνωστόν, είναι κτισμένο ολίγον υψηλότερο του δρόμου, και, διά να προσκυνήσης την εικόνα τής Θεοτόκου, πρέπει να ανέλθεις τα τρία σκαλοπάτια.


Πάτησα τον πρώτο σκαλοπάτι, και αίφνης, εν μέσω βαθειάς νυκτός και άκρας σιωπής, ακούω μίαν αγρία και ασυνάρτητο δαιμονική φωνή. Τρόμαξα, ως ήτο φυσικό, και ή καρδία μου άρχισε να κτυπά βιαίως και ατάκτως. Έπεκαλέσθην την βοήθεια τής Παναχράντου Μαρίας και ανέβηκα εις τον δεύτερον σκαλοπάτι· οπότε ή κραυγή επανελήφθη ισχυρότερα και αγριότερα. Αισθάνθηκα να τρέμω σύγκορμος και να παραλύουν τα γόνατά μου. Παρά ταύτα συγκέντρωσα τας σωματικάς και ψυχικάς μου δυνάμεις και είπα· δεν θα γίνη τον δικό σου Σατανά· εγώ θα τον ανάψω τον κανδήλι τής Παναγίας· και ανέβηκα στο τρίτο σκαλοπάτι. Αλλά τότε έγινε τον τρομερότερο. Απ` όλα τα πέριξ ερημικά μέρη ήρχοντο ίσχυραί, φοβεραί, άναρθροι κραυγαί, εις σημείων να αισθάνεσαι ότι σείεται και καταρρέει όλη ή βραχώδης περιοχή.


Προς αυτών των δαιμονικών φωνών, κρότων και ακουσμάτων και τής αναστατώσεως, δεν είχα να επιλέξω τίποτα άλλο σπουδαιότερων και τής ψυχής επιθυμητό από τον να ανάψω οπωσδήποτε τον κανδήλι τής Παναγίας και να σπασθώ την ιερή Εικόνα της. Δεν πρόλαβα να πιάσω τα σπίρτα στα χέρια μου, και βρέθηκα άθυρμα βιαίας δαιμονικής δυνάμεως και ενεργείας, ανίκανος να αντισταθώ και να κάνω τίποτα. Ένας ισχυρός άνεμος, ή μάλλον ανεμοστρόβιλος, με άρπαξε και με επέταξε πολλά μέτρα μακράν τής τοποθεσίας.


Ούτε τότε άντελήφθην, ούτε μέχρι τής σήμερον ημπορώ να διανοηθώ,

πώς εύρέθην κείμενος χαμαί και τόσο μακράν. Και δεν είμαι εις θέσιν να περιγράψω τί δοκίμασα και πώς ήσθάνθην κατ` εκείνην την στιγμήν. Ένα μόνον έχω να σας ειπώ ότι και τώρα, ότε σάς τα διηγούμαι, και οσάκις ή σκέψης μου μεταβαίνει και αναπολεί τον συμβάν, συγκλονίζομαι και δεινοπαθώ ψυχικώς και αισθάνομαι να με εγκαταλείπουν αι σωμα­τικοί δυνάμεις.

Κάτω κείμενος, λοιπόν, ήμιλιπόθυμος και τρέμων, συνεπείς του πα­ραχωρήσει Θεού έπισυμβάντος μοι φοβερού πειρασμού, και ενάρετου μέσω σκοτοδίνης λογισμών, ήλθα εις εαυτόν και κατενόησα ότι όλα αυτά ήσαν αποτελέσματα και «καρπός» του εγωιστικού θελήματος μου και τής παρακοής τής πεφωτισμένης γνώμης του σεβαστού Γέροντος μου, ό όποιος, ως με διαβεβαίωσε, μετά δακρύων προσέχετε εις τον Κύριον και την Παναγίαν Μητέρα Του να μή επιτρέψουν την απώλεια μου.


Ανακάθισα κάποιαν στιγμήν, και μόλις αντελήφθην ότι ήμουν εις θέ­σιν να εγερθώ και βαδίσω, άρχισα την επιστροφή, θρηνών τον κατάντημά μου και μετανοών από καρδίας· ζητών δε μετά δακρύων τον έλεος του Θεού και συνεχώς σταυροκοπούμενος, έφθασα εις την καλύβην και εύρων τον άγιο Γέροντά μου προσευχόμενο ακόμη ενάρετου των μέσω του ναού.


Με χαρά και συγκίνησιν με ύπεδέχθη και προσπίπτοντα και κατα-φιλούντα ενάρετου συντριβή καρδίας τούς πόδας του προς έξιλέωσιν με ήγει­ρε, δήλωσε ότι έχει με συγκεχωρημένον και έκαμε τον πάν διά να γαληνέψη τον ψυχικό μου κόσμο και εξαφάνιση την καταπτόησιν και τον τρόμον μου. Είχε, ως είπε, θεόθεν την πληροφορία περί δεινοπαθήσεως μου, άμα την εμφανίσει δειγμάτων ιδίου θελήματος και τάσεως εις παρακοή διά τούτο και συμβούλευσε και επέμεινε να μη υπάγω εις τα Κατουνάκια κατ' εκείνην την ώρα, και δη χωρίς την θωράκιση τής εκ τής ορθρινής ακολουθίας δυνάμεως και χάριτος.


«Δός δόξαν των Θεώ, παιδί μου», προσέθεσε, «πού ή δοκιμασία σου και ή τιμωρία σου διά την παρακοή ήτο μόνον τόση. Ή χάρις τής Κυρίας ημών Θεοτόκου, προς την οποίαν προσέφυγα με τας ταπεινάς μου προσευχάς εύσπλαχνίσθη αμφοτέρους, λυτρώσασά σε εκβιαστικώς μειζόνων κιν­δύνων και χειροτέρων συμβαμάτων τής μανίας του Σατανά, εμέ δε από του να ριφθώ τώρα εις τον γήρας μου εις συντριμμόν και να περιέλθω εις αθεράπευτο πόνο και λύπη. Ή περιπέτεια να σοι γίνει εις τον εξής μάθημα και δίδαγμα ταπεινώσεως και υπακοής, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται, όπως είπεν ό Κύριος».


Αυτά μάς διηγήθη ό αείμνηστος και σεβάσμιος Γέρων Αρσένιος, με τον όποιον συνεδεόμεθα δι' αδελφικής πνευματικής φιλίας και αγάπης μέχρις ότου άπήλθεν εις την αίώνιον ζωήν. Τόσον δε ζωηρώς είχε εντυπωθεί εις την ψυχή του ή φοβερά εικών των τρομακτικών εκείνων εμπειριών και γεγονότων, ώστε, οσάκις επιστρέφοντα εκβιαστικώς μεταβάσεώς του εις Λαύρα, Βίγλα και αλλαχού προς επίδοσιν παραγγελιών του έργοχείρου του ή και δι' άλλας υποθέσεις, τον προελάμβανεν ή εσπέρα, δεν τόλμα να συνέχιση την προς την καλύβι πορεία του, αλλά προ­σερχόμενος εις ημάς εζήτει σύντροφον, ίνα συμπορευθή μετ' αυτού και πέραν ακόμη του Προσκυνηταρίου τής Θεοτόκου...

Είχε πλέον γηράσει, υπερβάς τον όγδοηκοστόν έτος τής ηλικίας του, και εν τούτοις ό ίδιος φόβος τον κατελάμβανε, όταν επρόκειτο να περάσει έκείθεν μετά την δύσιν του ηλίου. Δεν είναι δυνατόν να ενθυμηθώ πάσας φοράς τον συντρόφευσα ό ίδιος, εις τον να διέλθει εκβιαστικώς του σημείου εκείνου.

Προσοχή, αδελφοί μου. Ή υπακοή εις τας υποδείξεις και τας εντολές του πνευματικού μας πατρός φέρει τον Χριστόν πλησίον μας και εξα­σφαλίζει την σωτηρία μας. Ή παρακοή μάς παραδίδει εις τον εχθρόν της άληθείας Σατανάν με βεβαίαν την καταστροφήν μας.»

ΒΙΒΛ. ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΟΔΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

0 Comments:

Post a Comment