Επί των ημερών της Αρχιερατείας του Σεβ. Μητροπολίτου Ιακώβου του Β' ευρέθησαν τα ιερά λείψανα του Διακόνου Νικολάου στις Καρυές της Μυτιλήνης (1959-1962). Ό Μητροπολίτης ως πιο κατάλληλο και ειδήμονα απέστειλε τον παπά-Φώτη για να δει τα λείψανα και να του αναφέρει τα καθέκαστα. Ό παπά-Φώτης το βράδυ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της κ. Βασιλικής Ράλλη στη Θερμή. Το παρακάτω συμβάν μας το διηγείται ή κ. Βασιλική Ράλλη μέσα από το βιβλίο της «Καρυές ό λόφος των αγίων». «Ή φιλοτεχνηθείσα από τον άείμνηστον αγιογράφο Φώτη Κόντογλου εικόνα των Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου δεν ήταν ή πρώτη, καθώς νόμιζε τότε ό μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ό Β'.


Είχε προηγηθεί μία άλλη με τους δύο άγιους, την οποία είχε αγιογραφήσει ό ερασιτέχνης αγιογράφος ιερέας της Μόριας, Βασίλειος Μπάμιας. Είχε προβεί στην ενέργεια αύτη, γιατί είχε ονειρευτεί τον Άγιο Ραφαήλ, ό όποιος, αφού σταύρωσε την κόρη του, πού ήταν σοβαρά άρρωστη από παράτυφο, του είπε: -Βασίλειε, θέλω να κάνεις την εικόνα μου... κοίταξέ με καλά, για να με ζωγραφίσεις όπως με βλέπεις.

Από την άλλη μέρα ή κόρη του ήταν απύρετη, κι ό παπά-Βασίλης άρχισε την αγιογράφηση, με νηστεία και προσευχή. Ή εικόνα τέλειωσε τις μέρες πού βρήκαμε το μνημείο του διακόνου αγίου Νικολάου. Ό π. Βασίλειος, φοβούμενος τον μητροπολίτη, γιατί δεν είχε το δικαίωμα να κάνει την εικόνα νέων αγίων χωρίς την άδειά του, την έφερε κρυφά στο σπίτι μας (Θερμή) με την παράκληση να τη φυλάξουμε, ώσπου να αναγνωριστούν οι άγιοι. Αύτη τη μέρα ήρθε στις Καρυές ό ιερομόναχος Φώτιος Λαυριώτης, σταλμένος από τον μητροπολίτη Ιάκωβο, να δει το ιερό λείψανο του διακόνου αγίου Νικολάου, όπως ήταν ακόμα μέσα στον τάφο του, και να πει τη γνώμη του. Μόλις το είδε, σταυροκοπήθηκε και είπε: -Και τυχαίως να έβλεπα αυτόν τον νεκρό, θα έλεγα ότι ήταν καλόγερος... γιατί μόνον τους καλόγηρους θάπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έμεινε αρκετή ώρα στις Καρυές προσευχόμενος. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ή ώρα ήταν περασμένη και δεν υπήρχε πια λεωφορείο για να φύγει.

Γι' αυτό προσφερθήκαμε να τον φιλοξενήσουμε στο σπίτι μας. Την ώρα πού τον οδηγούσα στο δωμάτιο πού θα κοιμόταν, σκέφθηκα πώς επάνω στο τραπέζι είχα τοποθετήσει πρόχειρα την εικόνα πού μας είχε φέρει ό π. Βασίλειος. Φοβούμενη μήπως ό π. Φώτιος βλέποντάς την ενημέρωνε τον μητροπολίτη, έτρεξα γρήγορα, την άρπαξα στην αγκαλιά μου και για να μην την βγάλω από το δωμάτιο και την έβλεπε ό ιερομόναχος, άνοιξα ένα μεγάλο ντουλάπι, πού ήταν επάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού, και την έκρυψε μέσα. Ό π. Φώτιος δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Αφού προσευχήθηκε στο εικονοστάσι, πλάγιασε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.

Πλαγιάσαμε κι εγώ με τη μητέρα μου στο πλαϊνό δωμάτιο. Ό σύζυγος μου απουσίαζε στο χωριό του, την Πέτρα. Περίεργο όμως... Ακούγαμε κάθε τόσο θόρυβο στο δωμάτιο πού είχε πλαγιάσει ό ιερέας. Καταλαβαίναμε ότι σηκωνόταν από το κρεβάτι, προσευχόταν και πάλι ξαναπλάγιαζε. Αυτό συνέβη αρκετές φορές. Τέλος, το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή.

Πολύ πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε πρώτη ή μητέρα μου. Περνώντας από το διάδρομο για να κατεβεί στην κουζίνα, είδε την πόρτα του δωματίου πού είχε πλαγιάσει ό ιερέας ανοιχτή και το δωμάτιο άδειο. -Σήκω, κόρη μου, φώναξε ή μητέρα μου τρομαγμένη• Ό παπάς δεν είναι στο σπίτι... τί συνέβη, Θεέ μου!... Κατέβηκα κι εγώ γρήγορα στην κουζίνα, κοιτάξαμε σε όλα τα δωμάτια, αλλά ό παπάς δεν υπήρχε πουθενά. Βγαίνωτας στην αυλή του σπιτιού, τον είδαμε καθισμένο σε μια πεζούλα, ζαρωμένο μπορώ να πω, έχοντας το πρόσωπο του ανάμεσα στα δύο χέρια. -Πάτερ, για όνομα του Θεού, φώναξε ή μητέρα μου; Τί έπαθες; Γιατί κάθεσαι έξω; -Τί να σας πω, βρε παιδιά; Είπε ό παπά-Φώτης μέ τρεμάμενη φωνή, από τη νύχτα κάθομαι εδώ... Αυτό πού έπαθα χτες το βράδυ ήταν φοβερό... Μόλις ξάπλωσα στο κρεβάτι για να κοιμηθώ, έβλεπα δύο κληρικούς, ό ένας μέ στολή αρχιμανδρίτη κι ό άλλος με στολή διακόνου... Έρχονταν κι οι δύο, ό ένας πλάι στον άλλον, κι έσκυβαν πάνω από το πρόσωπο μου.

Πετιόμουν τρομαγμένος επάνω, προσευχόμουν, γονάτιζα, τους έχανα. Μόλις πάλι ξάπλωνα στο κρεβάτι, να πάλι κι οι δύο τους πάνω από το προσκέφαλο μου να με κοιτάζουν κατάματα. Λεν άντεξα πια... άνοιξα με προσοχή την πόρτα, για να μη σάς ξυπνήσω, και βγήκα στην αυλή. Από την ώρα αυτή εδώ κάθομαι, πάνω σ' αυτή την πεζούλα. Οπωσδήποτε ό πειρασμός με πείραξε χτές το βράδυ. Μείναμε άναυδες κι εγώ και ή μητέρα μου. Ό π. Φώτιος περιέγραψε τους δύο κληρικούς όπως ακριβώς ήταν στην εικόνα τους.

Δεν τολμήσαμε όμως να του εξομολογηθούμε την αλήθεια. Τον αφήσαμε να φύγει με την εντύπωση ότι το δωμάτιο πού τον βάλαμε να κοιμηθεί ήταν στοιχειωμένο!... Μετά την άφιξη της φιλοτεχνηθείσης από τον Φώτη Κόντογλου εικόνας των Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου, ή οποία τοποθετήθηκε στο εικονοστάσι της εκκλησίας του χωριού, ανεβάσαμε και την εικόνα του παπά-Βασίλη Μπά¬μια στο εκκλησάκι των Καρυών. Αυτές τις μέρες έτυχε να ξανάρθει ό πατήρ Φώτιος. Μόλις την αντίκρισε, αναφώνησε σαστισμένος: -Θεέ μου, να οι δύο κληρικοί πού έβλεπα τη νύχτα πού φιλοξενήθηκα στο σπίτι του Αγγέλου Ράλλη. Τότε του εξηγήσαμε αυτό πού είχε συμβεί και του ζητήσαμε συγχώρεση, γιατί δεν του το πάμε από την ίδια στιγμή». Και οι ίδιοι οι νεοφανείς άγιοι χαίρονταν με την παρουσία του!

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΑΠΑ - ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ . ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ

0 Comments:

Post a Comment