Ο Γιέλο ήταν μέχρι τα 55 του ένας από τους μεγαλύτερους μάγους στην Αφρική. Η δύναμη του σατανά είχε συγκεντρωθεί σ’ αυτόν…
«Γιάτρεψα πολλούς, όμως δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό δίχως τη βοήθεια του σατανά. Για μένα ήταν αποφασιστικά αναγκαίο να βρίσκομαι μαζί του σε άμεση σχέση, για να μπορεί να με οδηγεί σε όλα. Όταν με καλούσαν σ’ έναν άρρωστο, έπρεπε προηγουμένως να τον ρωτήσω, αν έπρεπε να πάω. Κάποτε έλεγε: μπορείς να πας, γιατί θέλω να θεραπεύσω τον άρρωστο (*Ο Γέροντας Παΐσιος έλεγε ότι: ο σατανάς δεν μπορεί να θεραπεύσει παρά μόνο ασθένειες που τις προκαλεί ο ίδιος). Τότε πήγαινα. Άλλοτε μου έλεγε: δε θέλω να τον γιατρέψω. Μπορούσα να ρωτήσω το σατανά για όλα κι αυτός μου απαντούσε. Όταν με ρωτούσαν οι άλλοι, έπρεπε να τον ρωτήσω, πριν απαντήσω. Γιατί αυτό που κάνει κάποιον μάγο είναι μόνο η δύναμη του σατανά. Αν ο σατανάς τον αφήσει, θα γίνει ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Πολλοί έρχονταν σε μένα, γιατί μέσα από μένα συνδέονταν με μια δύναμη, που ήταν μεγαλύτερη απ’ τη δική τους. Έβλεπαν πως επισκεπτόμουν έναν άρρωστο άνθρωπο π.χ. το Μύρε, του άνοιγα το στόμα κι έφτυνα μέσα. Κατά τη διάρκεια, που καλούσα το σατανά και τον παρακαλούσα, γινόταν το «θαύμα». Ο σατανάς τον σήκωνε απ’ το κρεβάτι… Όπου και να πήγαινα ο κόσμος μου έδειχνε το θαυμασμό του. Με προσκυνούσαν και μου έδιναν μεγάλα δώρα, έτσι που τα είχα όλα πλούσια. Έρχονταν με αγελάδες, γίδες, κότες. Έτσι, έγινα ένας πλούσιος άνθρωπος.


Εμείς οι μάγοι συνεργαζόμαστε. Ο ένας ενισχύει τον άλλον και ταυτόχρονα δεχόμαστε νέα μέλη στον κύκλο μας. Οι άλλοι μάγοι με τιμούσαν ως τον πιο μεγάλο. Εγώ ήμουν εκείνος που διηύθυνα, όταν τραγουδούσαμε και παρακαλούσαμε το σατανά για τη μύηση ενός νέου μέλους. Το τραγούδι που λέμε στην περίπτωση αυτή είναι ειδικό και ονομάζεται «άγγα». Βάζουμε λιβάνι στη φωτιά. Όταν ο καπνός ανέβαινε ψηλά, ήταν η στιγμή της μυήσεως. Ο νέος μάγος έπρεπε να προσκυνήσει τη φωτιά και να αναπνεύσει το λιβάνι, που προσφέρθηκε στο σατανά. Τότε το πνεύμα έμπαινε σ’ αυτόν και ο σατανάς ερχόταν σε όλους μας, έτσι που να μιλάμε πια με τη φωνή του. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα μας κι εμείς προφέραμε ό,τι αυτός επιθυμούσε. Ο νέος μάγος μου έδινε την κλεισμένη σε γροθιά παλάμη του, ως σημάδι και υπόσχεση ότι θα με ακολουθεί και θα περπατάει πάνω στα ίχνη των βημάτων μου. Εγώ άνοιγα τη γροθιά, έπαιρνα λίγο απ’ το λιβάνι, ενώ έφτυνα στο χέρι του. Ύστερα του έδινα την ευλογία στο όνομα του σατανά, για να γίνει ένας μάγος, όπως κι εγώ. Τώρα πια ο σατανάς κατοικούσε μέσα του. Γύριζε σπίτι του με νέα «δύναμη». Το χωριό του έπρεπε να αποδείξει ότι ο σατανάς βρισκόταν πραγματικά μέσα του. Η δοκιμή έπρεπε να γίνει στη σκοτεινιά της νύχτας. Άναβαν φωτιά και άρχιζε να παρακαλεί το σατανά. Ύστερα από λίγο καταλαμβανόταν από το πνεύμα, έπεφτε σε έκσταση και μιλούσε με μια άλλη φωνή. Πήδαγε στη φωτιά, ενώ ο κόσμος στεκόταν σαν παράλυτος και φώναζε: Καίγεται, καίγεται! Όταν πηδούσε έξω απ’ τη φωτιά, ο κόσμος βλαστημούσε από τρόμο, γιατί ήξεραν ότι σ’ όποιον ακουμπήσει το πόδι του, θα αρρωστήσει σ’ όλο το σώμα του. Ο νέος μάγος δεν είχε χάσει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι του. Ο σατανάς τον προστάτευε.

Μετά από ώρα έπαιρναν θάρρος και τον πλησίαζαν, δημιουργώντας έναν κύκλο γύρω του. Τώρα έπρεπε να ελεγχθούν τα λόγια του. Έβαζαν ένα μαχαίρι πάνω στη φλόγα της φωτιάς και το άφηναν εκεί, ώσπου να γίνει κατακόκκινο. Ο Γιέλο σήκωνε το χέρι για να δείξει πως ο νέος μάγος ακούμπησε με το μαχαίρι το αριστερό μάγουλο, ύστερα το δεξί και τέλος τα χείλη του. Ναι, έτσι γινόταν περνούσαμε τη δοκιμή. Καμιά φουσκάλα. Καμιά πληγή απ’ τη φωτιά. Τώρα εδώ μπροστά τους βρισκόταν κάποιος, που κατείχε κάτι, που ξεπερνούσε όλα τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Τον φοβόντουσαν. Ωστόσο, μια αόρατη δύναμη, που είναι πιο δυνατή από τις ορατές, τον έκανε να προσελκύει τον κόσμο. Αρκούσε να προσευχηθούν στο πνεύμα που ήταν μέσα του. Έκαναν ότι μπορούσαν για να μη στείλει επάνω τους κατάρα και καταδίκη. Το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει κανείς είναι αυτό που έκανα κάποτε. Άρπαξα ένα φίδι, έκοψα το κεφάλι του και άρχισα με το σώμα του να δέρνω έναν άνθρωπο. Ο σατανάς πάντα θυμώνει, αν κάποιος σκοτώσει ένα φίδι κι εκδικήθηκε φοβερά. Την εκδίκησή του την έστρεψα πάνω στον άνθρωπο που χτυπούσα. Ο καθένας ήξερε ότι αυτό εσήμαινε αρρώστια ή θάνατο του ίδιου ή ενός παιδιού του.

Όταν πεθαίνει ο μάγος, τα πνεύματα τον εγκαταλείπουν και πηγαίνουν στο γιό του. Τότε οι άνθρωποι έρχονταν στο γιό κατά μάζες για να λατρεύσουν τα πνεύματα που πέρασαν σ’ αυτόν. Ο γιος δεν επιθυμεί πάντα να διαδεχθεί τον πατέρα του στην υπηρεσία του σατανά. Αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει, όταν τα πνεύματα έρθουν σ’ αυτόν και κατοικήσουν μέσα του. Όταν ήμουν 40 χρονών δέχτηκα την επίθεση τριών μαινόμενων από θυμό ανθρώπων. Ο ένας ήθελε να μου κόψει το λαιμό. Ο άλλος ακουμπούσε την κάνη του όπλου του στην πλάτη μου, ενώ ο τρίτος πρότεινε να μου δέσουν τα χέρια και τα πόδια και να με πετάξουν στη λίμνη των κροκοδείλων. Συμφώνησαν να κάνουν το τελευταίο. Δεμένο χειροπόδαρα και ριγμένο πάνω σ’ ένα αγκαθωτό θάμνο με έσυραν μέχρι κάτω στη λίμνη. Έξαφνα εμφανίστηκε κάποιος, που με άρπαξε απ’ τα χέρια τους, κι εγώ πέταξα στον αέρα μακριά σαν πουλί. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως έγινε, ξέρω όμως ότι κάποιος άλλος μου έσωσε τη ζωή.

Όταν έγινα μάγος, πίστευα στην αρχή ότι όλα είναι εντάξει μια και τα πάντα γίνονταν εύκολα. Οι άνθρωποι με προσκυνούσαν, όπου και να πήγαινα, ενώ συγχρόνως έγινα πλούσιος. Αλλά σιγά-σιγά αντιλήφθηκα ότι ο σατανάς είναι ανελέητος «κύριος». Κάποτε θύμωνε μαζί μου. Τότε έπρεπε να του ζητώ συγχώρεση. Συμφιλιωνόμουνα μαζί του ανάβοντάς του λιβάνι. Τότε έπρεπε να υποστώ νέα μύηση, για να κερδίσω μόνιμα μια καλή σχέση μαζί του, δίχως ωστόσο να με πιάνει η κατάρα του.

Έγινα σιγά-σιγά ανήσυχος, δεν είχα καθόλου ειρήνη και ένιωθα ένα βαθύ φόβο. Η γυναίκα μου καταλήφθηκε από ένα κακό πνεύμα, που έλεγε μέσα απ’ αυτή ότι το παιδί που θα γεννούσε θα πέθαινε. Γέννησε καλά, αλλά ήρθε ο σατανάς και πήρε το παιδί μας. Έτσι πέθανε. Τότε κατάλαβα σε τι φοβερή κατάσταση βρισκόμουν. Εκείνο τον καιρό άρχισα να αναζητώ τον Χριστό. Αναζητούσα τον αληθινό δρόμο του Θεού. Ήρθε ο Χριστός και με φώναξε κοντά Του. Τότε κατέστρεψα όλα τα πράγματα που βρίσκονταν στο σπίτι μου και που είχαν σχέση με το σατανά. Ο Χριστός είναι εκείνος, που με οδήγησε σ’ αυτό το δρόμο. Γιατί μόνος μου δεν θα είχα ποτέ τη δύναμη να το κάνω».

Α.Π.

πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com

0 Comments:

Post a Comment