"Αναστασία Λ." Δεν ξέρω από που ν' αρχίσω βασικά, γιατί είναι τόσα πολλά. Είναι βασικά, η ιστορία της ζωής μου. Κατ' αρχάς θέλω να τονίσω πως δυσκολεύομαι να χαρακτηρίσω την ζωή μου μέσα στην ΕΑΕΠ ως "εμπειρία" από την στιγμή που εμένα προσωπικά, μου σημάδεψε όλην μου την ζωή. Κι αυτό γιατί γεννήθηκα μέσα στην ΕΑΕΠ, με γονείς πεντηκοστιανούς. Όταν πήγα στο σχολείο, κατάλαβα πως ήμουν διαφορετική. Κατάλαβα πως άνηκα σε μια ξεχωριστή ομάδα. Δεν πήγαινα στην προσευχή το πρωί στο σχολείο , θεωρούσα αμαρτία να κάνω τον σταυρό μου και ότι θα με τιμωρήσει ο θεός, και ο πατέρας μου δεν με πήγαινε στο σχολείο όταν είχαμε εκκλησιασμό, πήγαινα δηλαδή την δεύτερη ώρα. Όλο αυτό βέβαια προκάλεσε την κατακραυγή και τον σχολιασμό, κοινώς "κορόιδεμα" των συμμαθητών μου. Όσο περνούσαν τα χρόνια, μάθαινα πως είμαι τυχερή που γνωρίζω την αλήθεια, που θα πάω στον ουρανό, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα πάνε στην κόλαση και θα βασανίζονταν αιώνια. Μου προκαλούσε τρόμο το γεγονός πως όλοι μου οι φίλοι θα καιγόντουσαν για πάντα και θα βασανίζονταν, αλλά ντρεπόμουν να πω στον "αδερφό" που μας έκανε μάθημα στο Κυριακό σχολείο ότι αυτό είναι άδικο, και ότι και πολλά άλλα παιδιά είναι πολύ καλά και αγαπάνε τον χριστό, τότε γιατί αυτός να τους τιμωρήσει; Έμαθα πως οτιδήποτε έξω από την εκκλησία είναι επικίνδυνο για την ψυχή μου, και ότι θα με οδηγήσει στην κόλαση μαζί με τους υπόλοιπους, με όλον τον πλανήτη πλην της εκκλησίας του Χριστού. Εννοείται πως πίστευαν πως η εκκλησία του χριστού είναι η ΕΑΕΠ, όχι οι πεντηκοστιανοί γενικά, αλλά οι εαεπίτες ειδικότερα, γιατί μόνο αυτή ήταν, κατά τα πιστεύω τους, η σωστή εκκλησία. Με λίγα λόγια, με είχαν κάνει να πιστέψω πως δεν θα μπορέσω να μεγαλώσω, να πραγματοποιήσω κανένα απο το όνειρά μου, να ζήσω, να σπουδάσω να παντρευτώ, επειδή θα γίνει η αρπαγή. Και αν δεν είμαι καλό παιδί θα μείνω στον αντίχριστο και θα μου βάλουν το χάραγμα. Όλο αυτό, καθώς και το γεγονός ότι όλα αυτά λεγόντουσαν από τους αδερφούς με ένα τεράστιο χαμόγελο, με έκανε να νιώθω απομονωμένη και με γέμιζε με τεράστια θλίψη και στενοχώρια. Παρ όλα αυτά, ένιωθα πως κάτι δεν πάει καλά μαζί μου, ότι εγώ είμαι το μαύρο πρόβατο, ότι όλες αυτές ήταν σκέψεις του σατανά. Σκεπτόμουν πως για να στείλει ο Θεός τόσους ανθρώπους στην κόλαση θα' χε δίκιο και θα το άξιζαν, αλλά η παιδική μου καρδιά ήταν συνέχεια πληγωμένη. Μου μιλούσαν συνέχεια για έναν Θεό που μας αγαπάει, αλλά εγώ Τον φοβόμουνα και Τον θεωρούσα κακό, εννοείται πως οι σκέψεις αυτές ήταν μόνο εσωτερικές και δεν εξωτερικευόντουσαν. Στο μάθημα των θρησκευτικών τα μηνύματα ήταν πιο αισιόδοξα, εκεί άρχισα να έρχομαι πιο κοντά με τον Θεό. Παρακολουθούσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν δίσταζα να κάνω ερωτήσεις-παγίδες στον καθηγητή των θρησκευτικών, πιστεύοντας ότι εγώ είμαι στην αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή η αλήθεια δεν μου άρεσε. Θεωρούσα δεδομένο ότι η εκκλησία που μεγάλωσα είναι η αληθινή. Και μέχρι τα 19 μου, τίποτα δεν πίστευα πως μπορούσε να το καταρρίψει αυτό. Σε ηλικία 11 ετών, και με την πίεση όλης της εκκλησίας, ζητούσα το πνεύμα άγιο, αφού μου έλεγαν πως πρέπει να βαφτιστώ. Ήδη όλα τα παιδάκια στην ηλικία μου είχαν βαφτιστεί κι εγώ ένιωθα ξένη, έτσι λοιπόν άρχισα κι εγώ να γλωσσολαλώ, όταν άρχισαν κι άλλοι δίπλα να κάνουν το ίδιο. Βαφτίστηκα λοιπόν την ίδια μέρα με άλλα 9 παιδιά, και θεωρήθηκε πολύ μεγάλη ευλογία απ' όλην την εκκλησία. Αργότερα κατάλαβα, πως στην ουσία δεν είχα βαφτιστεί, αλλά υπέκυψα στις πιέσεις των αδερφών και όπως όλα τα παιδάκια παρασυρθήκαμε από την φυσιολογική τάση των παιδιών να μιμούνται τους μεγαλύτερους. Έτσι, ωραία η άσχημα, πέρασαν τα χρόνια, παραμένοντας στην εκκλησία αλλά μία μία άρχισαν να μαζεύονται αμφιβολίες μέσα στο μυαλό μου. Ενύπνια από δεκάδες αδερφούς που φανέρωναν πως έρχεται η ώρα της αρπαγής από στιγμή σε στιγμή, προφητείες για ασθενείς αδερφούς που θα θεραπευτούν αλλά τελικά απεβίωσαν, σκάνδαλα ποιμένων-πρεσβυτέρων που κατέκριναν τους πάντες και τους έβαζαν στην θέση τους ενώ αυτοί έπρατταν τα χείριστα, ρατσισμός με βάση την εμφάνιση και κουτσομπολιό για την κοσμικότητα και την προσωπική ζωή μελών της εκκλησίας από τους "πνευματικότερους" εν χριστώ αδερφούς. Με την πρώτη ματιά, τα πρόσωπα των μελών της αίρεσης αυτής φαίνονται "αγγελικά", είναι γεμάτα χαμόγελο και καλοσύνη, αλλά άλλο το είναι και άλλο το φαίνεσθαι. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Η δε μανία αυτών των ανθρώπων να προσελκύσουν όλο και περισσότερος πιστούς, είναι κωμικοτραγική. Βγαίνουν έξω στους δρόμους και ψάλλουν, σταματάνε κόσμο στον δρόμο και τους λένε ότι ο Κύριος έρχεται, φωνάζουν σαν τρελοί "μετανοείτε αμαρτωλοί", λες και όλοι αυτοί είναι άγιοι. Γενικά υπάρχει το κλίμα πως όλοι οι αδερφοί είναι εξαιρετικοί, και έξω, μόνο και μόνο λύκοι κυκλοφορούν . Μαζί τους ήμουν και στους ευαγγελισμούς, και στις εξορμήσεις, και στις εφημερίδες που αφήναμε κάτω απ όλες τις πολυκατοικίες και στα φλαιεράκια που πετούσαμε ρυπαίνοντας τον δρόμο με το μήνυμα "χριστιανισμός (δεν θυμάμαι την συχνότητα του ραδιοφώνου, 98.9 νομίζω)". Και με το ραδιόφωνο, όλο και περισσότεροι πίστευαν, όλοι και περισσότεροι ναρκομανείς ‘θεραπεύτηκαν', και οι εκκλησίες γέμιζαν και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες σε συναθροίσεις και συμελέτες. Όλα αυτά διήρκησαν μέχρι το 2004-2005. Ξαφνικά οι εκκλησίες άρχισαν ν' αδειάζουν, κάποιες να κλείνουν και γενικά αδέρφια να αποστατούν. Αυτό δεν μ έβαλε σε ιδιαίτερες σκέψεις, αφού μου' λεγαν πως "λίγοι είναι οι εκλεκτοί, και τους υπόλοιπους ο Θεός θα τους εξεμέσει". Παράλληλα έβλεπα τους περισσότερους ανθρώπους μέσα στην εκκλησία δυστυχισμένους, ανθρώπους που τους εγκατέλειψε ο/η σύντροφός τους και δεν μπορούσαν να ξαναπαντρευτούν, να φτιάξουν την ζωή τους και να γίνουν ευτυχισμένοι, κοπέλες που μέναν έγγειες σε εφηβικές ηλικίες και οι ποιμένες τις έλεγαν πως από την στιγμή που δεν θα παντρευτούν μ' αυτόν που έμειναν έγγειες, δεν θα μπορέσουν να παντρευτούν ποτέ κι ότι είναι αμαρτία, και καλύτερα αν το κάνουν αυτό να υπογράψουν συμβόλαιο ότι θα πάνε στην κόλαση. Μαζί με την δυστυχία αυτών των ανθρώπων στενοχωριόμουνα κι εγώ. Μίσησα τους ποιμένες που απαγόρευαν τους πιστούς να κάνουν όνειρα και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Τους μισούσα που κατέστρεφαν τις ζωές αθώων ανθρώπων χωρίς κανένα δικαίωμα. Είχα συνειδητοποιήσει πια, πως κάτι δεν πήγαινα καλά, και πως, αν είναι αυτή η αλήθεια, τότε δεν πρέπει να συμβιβαστώ μ' αυτήν και να την υποστηρίξω. Το τελικό μπαμ όμως έγινε, όταν, σε ηλικία 19 ετών, πήγα σ ένα από τα πολλά συνέδρια της νεολαίας. Εκεί άκουσα δυο ιστορίες. Η μία ήταν για έναν αδερφό, που πέθανε και αναστήθηκε, πήγε στην κόλαση, επειδή ήταν αμαρτωλός, και είδε στην κόλαση έναν παλιό ποιμένα μιας άλλης εκκλησίας (όχι της ΕΑΕΠ, άλλης αίρεσης) που είχε πεθάνει. Η άλλη ήταν για μια γυναίκα που πέθαινε, και την ώρα πέθαινε, άνοιξαν τα μάτια της είπε "Πάω στην κόλαση", με τρομοκρατημένο βλέμμα, και μετά πέθανε κανονικά. Ένιωσα πως ήμουν εντελώς ανόητη που τόσα χρόνια ήμουν σ' αυτήν την εκκλησία, και πως πραγματικά υποβαθμιζόταν η προσωπικότητά μου και η νοημοσύνη μου!!!!! Βγήκα έξω και έκοβα βόλτες στην Αθήνα, άναψα ένα τσιγάρο (που δεν καπνίζω), και σκεφτόμουνα για ώρες περπατώντας μόνη στον δρόμο. Το σοκ ήταν τεράστιο. Ό τι πίστευα μια ζωή είχε καταρριφθεί. Όχι ξαφνικά, αλλά αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Αποφάσισα πως αυτό το κομμάτι της ζωής μου είχε πια πεθάνει για μένα. Τώρα ζω ελεύθερη πια, αγαπάω τον Χριστό, αλλά με δικό μου τρόπο. Βλέπω τους ορθόδοξους με συμπάθεια, αλλά θέλω λίγο χρόνο μακριά από τις θρησκείες. Οι γονείς μου δεν ξέρουν τίποτα. Δεν θέλω να τους στενοχωρήσω. Πηγαίνω στην εκκλησία κανονικά, φοράω την μαντίλα μου (την οποία σιχαίνομαι) και κάνω ότι προσεύχομαι. Τώρα είμαι αρκετά μεγάλη για να στενοχωριέμαι, είμαι 22 χρονών, παίρνω πτυχίο όπου να΄ ναι και συνεχίζω. Μακριά από την ΕΑΕΠ, νιώθω πια ευτυχισμένη... ‘'Αναστασία Λ.''
Το γεγονός αυτό, ότι γαλουχήθηκα δηλαδή μέσα στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής, δεν μου προκάλεσε στην αρχή της ζωής μου ιδιαίτερα προβλήματα. Ήδη έρχονται στο μυαλό μου οι πρώτες εικόνες, νήπιο ακόμα, να τρέχω μες τους διαδρόμους της εκκλησίας και να κάνω φασαρία, παίζοντας με τα' άλλα παιδάκια. Λίγο αργότερα, θα μας μάζευαν οι γονείς μας, θα μας μάλωναν, και θα μας τιμωρούσαν με καταναγκαστική προσευχή. Όντας μωρό σχεδόν, θεωρούσα πως είμαι άξια να τιμωρηθώ και νιώθοντας πως αυτό που έκανα ήταν κάτι το πραγματικά κακό.
Τα παιδικά μου χρόνια δεν μπορώ να πω ότι ήταν τα καλύτερα μου, εκτός του ότι οι παρέες μου ήταν ελάχιστες έξω από την εκκλησία, είχα και τον καθημερινό χλευασμό των άλλων παιδιών για την διαφορετικότητά μου. Δεν έβγαινα να παίξω στην γειτονιά γιατί ίσχυε το "μην ομοζυγείτε με τους απίστους", δεν πήγαινα στα παιδικά πάρτυ "γιατί τα παιδιά χορεύουν εκεί και είναι κοσμικά", ενώ ντυνόμουν με φούστες μακριές.
Αυτό ήταν το λιγότερο, αφού η συμπεριφορά μου χαρακτηρίζονταν από τους δασκάλους αλλοπρόσαλλη αλλά και η κακή μου ψυχολογική κατάσταση ήταν εμφανής και στους συμμαθητές μου, κι αυτό επειδή μεγάλωσα στην δεκαετία του 90 και τα παιδικά μου χρόνια ήταν στο τέλος αυτής της δεκαετίας, όπου υπήρξε ένα τεράστιο κύμα εσχατολογίας.
Τώρα που μου χει φύγει ο θυμός, δεν νιώθω μίσος για την Πεντηκοστή. Νιώθω λύπηση για όλους αυτούς τους ανθρώπους που είναι μέσα και είναι στην ουσία θύματα. Και νιώθω οργή για τους ποιμένες που προπαγανδίζουν και μπαίνουν μέσα στις ζωές άλλων ανθρώπων. Νιώθω και άσχημα που αυτοί οι άνθρωποι δίνουν μια εικόνα διαστρεβλωμένη για τον Θεό, και δυσφημίζοντας τον χριστιανισμό.
http://orthodoxi-pisti.blogspot.com/2010/05/blog-post_4639.html
Ετικέτες Αιρέσεις