Διήγηση για τον Άγιο Ανδρέα τον «δια Χριστόν σαλό» Ο Άγιος Ανδρέας προσευχόταν μυστικά όλη την ημέρα, ώσπου ήρθε η νύκτα. Κοιμήθηκε λίγο και είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε σε βασιλικά παλάτια. Τον κάλεσε ο βασιλιάς και του είπε: -Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους αξιωματούχους του παλατιού μου; -Υπάρχει κανείς δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; αποκρίθηκε. Εγώ πάντως πολύ το επιθυμώ. -Αν το επιθυμείς λοιπόν, δοκίμασε την γεύση της βασιλείας μου. Συγχρόνως του προσέφερε να φάει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν τόσον γλυκό και νόστιμο, που δεν μπορεί άνθρωπος να το φαντασθεί. Μόλις το έφαγε, είπε: -Δώσε μου κι άλλο, σε παρακαλώ, διότι τρώγοντας το ένοιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο. Εκείνος του έδωσε και δεύτερο που έμοιαζε με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν πιο ξινό και πικρό από την αψιθιά. Όταν το έφαγε, απογοητεύτηκε και λησμόνησε την προηγουμένη γεύση. Βλέποντάς τον λυπημένο του είπε ο Βασιλιάς: -Είδες που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικρία του φαγητού; Σου έδωσα να νοιώσεις τον τελειότερο τρόπο, με τον οποίο μπορεί κανείς να με υπηρετεί. Αυτή ακριβώς είναι η «στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις τήν ζωήν» (Ματθ. ζ’ 13). -Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, δέσποτα. Ποιός μπορεί να σε υπηρετεί τρώγοντάς το; -Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσα το γλυκό; -Ναι δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η στενή οδός μοιάζει με το πικρό. -Όχι, κάθε άλλο! Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και το γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι και οι αγώνες, ενώ το γλυκό και νόστιμο είναι η δροσιά, η ανάπαυση και η παρηγοριά, που προσφέρει η αγαθότητά μου σε όσους θλίβονται για χάρη μου. Δεν προσφέρω λοιπόν, το πικρό μόνον ούτε πάλι μόνο το γλυκό, αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις, πες μου για να ξέρω. -Δώσε μου πάλι να τα δοκιμάσω και θα σου πω, αποκρίθηκε ο μακάριος. -Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό. Ο Ανδρέας τότε καταπικραμένος είπε: -Δεν μπορώ να σε υπηρετώ και να τρώγω από αυτό. Είναι πικρό και ανυπόφορο. Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο του κάτι πύρινο και ανθηρό που μοσχοβολούσε, του είπε: -Πάρε και φάε, για να τα ξεχάσεις όλα. Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλήν ώρα ένοιωθε τόσην ηδονή, γλυκύτητα και χαρά, ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε πως ζούσε μέσα σε υπερβολική ευωδία, δόξα και τερπνότητα. Όταν συνήλ θε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου βασιλιά και τον παρακαλούσε: -Ελέησέ με, αγαθέ δέσποτα, και δέξε με να σε υπηρετώ, διότι κατάλαβα πως η υπηρεσία σου είναι πολύ ευχάριστη. -Πίστεψέ με, του λέει εκείνος, ότι από τα πλούτη μου αυτό είναι το πιο ασήμαντο. Αν όμως με υπηρετήσεις, όσα έχω θα γίνουν ιδικά σου και θα σε κάνω κληρονόμο της βασιλείας μου. Έτσι μίλησε ο βασιλιάς και τον άφησε να φύγει. Όταν ξύπνησε ο μακάριος, συγκρατούσε στο νου του όλα αυτά, αλλά δεν μπορούσε να τα εξηγήσει.
http://trelogiannis.blogspot.com/2010/06/blog-post_7878.html