Άρχισε να διδάσκει ο μακάριος Ζωσιμάς, αφού σφράγισε πρώτα το στόμα του με το σημείο του σταυρού.
Ο άνθρωπος του θεού προχωρώντας και προκόβοντας πνευματικά, όλα τα θεωρεί σαν σκουπίδι, έστω κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός του. Διότι, όπως λέω, δεν βλάπτει το να έχεις, αλλά το να είσαι προσκολλημένος σε όσα έχεις.
θυμήθηκε τότε την περίπτωση του αδελφού με τα λαχανικά και αναρωτήθηκε:
Μήπως δεν έσπειρε, δεν κοπίασε, δεν καλλιέργησε; Μήπως τα ξερίζωσε και τα πέταξε; Όχι. Και όμως τα είχε σαν να μην τα είχε· απόδειξη ότι όταν πήγε ο γέροντας εκείνος θέλοντας να τον δοκιμάσει και άρχισε να τα καταστρέφει, δεν τα λογάριασε καθόλου ο αδελφός· αλλά όταν απόμεινε μια μόνο ρίζα του είπε: -Αν θέλεις, πάτερ, άφησε την αυτή για να σου κάνω το τραπέζι.
-Το Πνεύμα του θεού, αδελφέ, έχει αναπαυθεί επάνω σου!
Αν όμως είχε προσπάθεια στα λαχανικά θα φανερωνόταν αμέσως, με τη θλίψη και την ταραχή του.
Και έλεγε ότι αν δουν οι δαίμονες ότι κάποιος υβρίσθηκε ή ατιμάσθηκε ή ζημιώθηκε ή έπαθε οτιδήποτε παρόμοιο και θλίβεται όχι γιατί έπαθε άδικα, αλλά γιατί δεν υπέμεινε με γενναιότητα, φοβούνται, γιατί ξέρουν ότι μπήκε στον δρόμο της αλήθειας και θέλει να βαδίσει κατά τις εντολές του θεού.θυμήθηκε τότε τον άγιο Παχώμιο που ήθελε να μεγαλώσει το μοναστήρι και γι' αυτό τον μάλωσε ο μεγαλύτερος αδελφός του λέγοντας:
-Πάψε να είσαι υπερήφανος!
Και ό άγιος Παχώμιος αν και είχε δεχθεί θεία αποκάλυψη γι' αυτό το έργο, είπε μόνο:
-Παρακινήθηκα από την ιδέα ότι θα ήταν καλό.Κυριάρχησε στην καρδιά του και δεν αντιμίλησε καθόλου. Την νύχτα κατέβηκε σ' ένα μικρό υπόγειο και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται λέγοντας:
«Ω θεέ μου, το φρόνημα της σαρκός ακόμη ζει μέσα μου... Αλλοίμονο μου! Μετά από τόση άσκηση και προετοιμασία της καρδιάς, πάλι αρπάζομαι από τον θυμό, έστω και για καλά. Ελέησέ με να μη χαθώ, Κύριε». με αυτά τα λόγια προσευχόταν. Έμεινε όλη τη νύχτα επαναλαμβάνοντας τα με κλάματα, ώσπου ξημέρωσε. Και ήταν τόσος ο ιδρώτας που έχυσε (γιατί ήταν καλοκαίρι και φλεγόταν ο τόπος) ώστε τ' αχνάρια των ποδιών του λάσπωσαν.
Μιαν άλλη φορά είπε:Αν κανείς φέρει στο νου του κάποιον που τον λύπησε ή τον ζημίωσε ή τον ντρόπιασε ή τον διέσυρε χωρίς λόγο ή του έκανε οποιοδήποτε άλλο κακό, και αρχίσει να πλέκει λογισμούς εναντίον του, αυτός επιβουλεύεται την ίδια του την ψυχή, όπως οι δαίμονες, και είναι αρκετός μόνος του για την καταστροφή του. Αλλά τι λέω «να πλέκει»; Αν δεν τον θυμάται σαν γιατρό και ευεργέτη, αδικεί τρομερά τον εαυτό του! Γιατί λες ότι πάσχεις; Αυτός σε καθαρίζει και οφείλεις να τον θεωρείς σαν γιατρό σταλμένο από τον Χριστό. Αυτό καθ' εαυτό άλλωστε το ότι πάσχεις είναι δείγμα αρρωστημένης ψυχής· αν δεν ήσουν άρρωστος δεν θα έπασχες· και χρωστάς χάρη στον αδελφό διότι μέσω αυτού έμαθες την πορεία της αρρώστειάς σου. Οφείλεις επομένως να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ιησού.
Αν όμως, όχι μόνο δεν τον ευχαριστείς αλλά και λυπάσαι και τον κατηγορείς και πλέκεις λογισμούς εναντίον του, είναι σαν να λες στον Ιησού:
-Δεν θέλω να γιατρευτώ από σένα! Δεν θέλω τα φάρμακα σου! θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! θέλω να γίνω υπήκοος των δαιμόνων!
Αυτή όμως η αντίδραση είναι όλεθρος και κόλαση αιώνια για την ψυχή. Ενώ αντίθετα σωτηρία της είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού, γιατί αυτές σαν όργανα καυτηριασμού και καθαρτικά την καθαρίζουν από τις κακίες. Όποιος επομένως θέλει και ποθεί να γιατρευτεί, είναι ανάγκη να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός. Άλλωστε ούτε ο άρρωστος ευχαριστείται όταν εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο- πείθει όμως τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν' απαλλαγεί από την ασθένεια. Παραδίνεται λοιπόν στο γιατρό ξέροντας ότι με λίγη ταλαιπωρία θα γλυτώσει από πολλή αδιαθεσία και πολυχρόνια νόσο. Καυτήρας του Ιησού είναι όποιος μας βλάπτει.
Αφαίρεσε τους πειρασμούς και τον πόλεμο των λογισμών και δεν γίνεται κανείς άγιος. «Όποιος αποφεύγει ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύγει την αιώνια ζωή», είπε κάποιος άγιος.
Ποιος προξένησε στους αγίους μάρτυρες εκείνα τα στεφάνια, αν όχι όσοι τους αδίκησαν; Ποιος έγινε αιτία να δωρηθεί στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, αν όχι όσοι τον λιθοβόλησαν;
Πρέπει να καταλάβουμε ένα πράγμα· Ότι κανένας δεν λέει Τάσο την αλήθεια, όσο αυτοί που μας κατηγορούν. Γνωρίζει ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7,10), ότι αν όλοι οι άνθρωποι επαινούν και μακαρίζουν όλες τις πράξεις μου, στην πραγματικότητα είναι άξιες ψόγου και «αισχύνης εμπτυσμάτων» (Ησ. 1,6). Ενώ αν πουν, «αυτό κι αυτό το κακό έκανες», εγώ θα πω, «μα μήπως έκανα και κανένα καλό»:Γιατί κανένας δεν ψεύδεται τόσο όσο αυτοί που με επαινούν και με μακαρίζουν και κανείς δεν αληθεύει τόσο, όσο εκείνοι που με ψέγουν και μ' εξευτελίζουν, καθώς προείπα. Και πάλι δεν λένε όλη την αλήθεια. Διότι αν μπορούσαν, (δεν λέω το πέλαγος, αλλά) έστω και κάποιο μέρος των κακών μου να δουν, θ' αποστρέφονταν την ακαθαρσία, τον βόρβορο και την δυσωδία της ψυχής μου.
Αν γίνουν τα σώματα των ανθρώπων γλώσσες, για να μας λοιδορούν, είμαι βέβαιος ότι και πάλι κανένας δεν θα μπορέσει να περιγράψει την ατιμία μας· διότι καθένας που μας κατηγορεί, λέει μόνο ένα μέρος· όλα είναι αδύνατον να τα ξέρει. Αν ο δίκαιος Ιώβ είπε, «είμαι γεμάτος ατιμία» (Ιώβ 10,15), -και το «γεμάτος», δεν επιδέχεται καμία προσθήκη- τι να πούμε εμείς που είμαστε πέλαγος όλων των κακιών; Ο διάβολος μας ταπείνωσε σε κάθε είδος αμαρτήματος. Οφείλουμε ωστόσο να ευγνωμονούμε τον θεό που έτσι ταπεινωθήκαμε. Όσοι ευγνωμονούν γιατί ταπεινώθηκαν συντρίβουν τον διάβολο, αφού, καθώς είπαν οι πατέρες, αν κατέβει η ταπείνωση στον άδη, ανεβάζεται στον ουρανό και αν υψωθεί η υπερηφάνεια στον ουρανό καταποντίζεται στον άδη.
Ποιος μπορεί τάχα να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή να τον κατηγορήσει ή έστω ν' ανεχθεί μομφή κατά του πλησίον; Ό,τι πάθει ή ακούσει ο ταπεινός παίρνει αφορμή για να κατηγορεί και να υβρίζει τον εαυτό του.
Και έφερε σαν παράδειγμα τον αββά Μωυσή, όταν τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό βήμα λέγοντας του:
-Πήγαινε έξω, αράπη!
Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του:-Ακάθαρτε μαύρε! Καλά σου έκαναν! Αφού δεν είσαι άνθρωπος τι θες και πας με τους ανθρώπους;
Πράγματι, πρόσθεσε ο αββάς Ζωσιμάς, όποιος ποθεί την αληθινή ευθεία οδό, μαλώνει αυστηρά τον εαυτό του όταν ταράζεται, και τον ελέγχει αδιάκοπα: «Τι μαίνεσαι ψυχή μου; Τι ταράζεσαι και αφρίζεις; Μ' αυτόν τον τρόπο δείχνεις ότι νοσείς- αν δεν νοσούσες δεν θα πονούσες! Γιατί, αντί να μέμφεσαι τον εαυτό σου, τα βάζεις με τον αδελφό, που σου φανέρωσε την αρρώστεια σου; Μάθε αληθινά και στην πράξη τις εντολές του Χριστού, «ο οποίος όταν υβριζόταν δεν ύβριζε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α' Πέτρ. 2,22). Άκουσε Τον να λέει και εμπράκτως να το δείχνει: «Έδωσα τη ράχη μου σε μαστίγωμα, τις σιαγόνες σε ραπίσματα, το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την ντροπή των εμπτυσμάτων» (Ησ. 1,6). Και συ, άθλια ψυχή, για μία ύβρη και προσβολή, παραδίνεσαι στα πλέξιμο χιλίων δυο λογισμών κι έτσι επιβουλεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου, όπως οι δαίμονες. Τον σταυρό του Χριστού τον βλέπουμε· τα πάθη Του που πέρασε για μας τα διαβάζουμε κάθε μέρα· και όμως δεν ανεχόμαστε καμία προσβολή... Πάει, ξεφύγαμε από τον ίσιο δρόμο».
(Αββά Ζωσιμά)