Ένας πονεμένος άνθρωπος, μα ένας επίγειος άγγελος…
Τα μάτια δεν άνοιγαν για να δουν, αλλά και όταν άνοιγαν έβλεπα ή θαμπά ή διπλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου, ούτε να καταπιώ το σίελό μου, τα πνευμόνια δεν λειτουργούσαν από μόνα τους. Είχα πάντα οξυγόνο, μερικές φορές και αναπνευστήρα. Η καρδιά δύο φορές σταμάτησε με ανακοπή. Το γαστρεντερικό σύστημα δεν λειτουργούσε, τα 3/4 του στομάχου είχαν νεκρωθεί. Τα νεφρά με κολικούς, αιμορραγίες κ.τ.λ. Στο ουροποιητικό πρόβλημα 12 χρόνια υπήρχε καθετήρας. Το κυκλοφορικό με πολλά προβλήματα και θρομβώσεις, η αρτηριακή πίεση με πολλές διακυμάνσεις. Το φλεβικό σύστημα κατατρυπημένο, όλα τα σημεία του σώματος ανοιγμένα από αποκαλύψεις, φλεβοκεντήσεις, βιοψίες κ.τ.λ.
Στη μύτη για 6 χρόνια από τον οισοφάγο ένα σωληνάκι, που έφθανε μέχρι το στομάχι για να μπορώ να παίρνω τα φάρμακά μου, αφού δεν μπορούσα από το στόμα, ουρολοιμώξεις συνεχόμενες για 12 χρόνια με βαρειές αντιβιώσεις, αναιμία κτλ., πονοκέφαλοι, που δεν αντιμετωπίζοντο με τίποτα. Έπαιρνα την ημέρα 8 ενέσεις ενδοφλεβίως ναρκωτικές. Είχα για 3 συνεχή χρόνια ορό χωρίς να παίρνω από το στόμα ούτε μια κουταλιά γάλα. Έτσι εδοκίμασα στον τέλειο βαθμό της την πείνα και τη δίψα. Στερήθηκα τον ύπνο αυτά τα 3 χρόνια, που είχα τους ορούς, γιατί έπρεπε να τους παρακολουθώ, η δε δόση των καθημερινών μου φαρμάκων έφθανε τα 60-70 χάπια με άδειο τελείως στομάχι. Πολλάκις πλησίασα τη γεύση θανάτου…
Βέβαια όλα αυτά εφαίνοντο σαν ταλαιπωρίες, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ποτέ δεν θα μπορέσω να περιγράψω τη γλυκύτητα και την εσωτερική ανάπαυση και χαρά. Αυτό μόνο θα πω: νοερά αγκάλιαζα και καταφιλούσα ορούς, οξυγόνο, πληγές…».
Σήμερα ευγνωμόνως χαιρετώ την ξενοδόχο γη μου, που τόσα χρόνια στοργικά κρατούσε στους κόλπους της το ξενιτεμένο παιδί του Πατέρα. Ω τρανή μου στιγμή και ημέρα! που νοσταλγικά τόσα χρόνια σε καρτερούσα! Ηλθες!
Σήμερα έαρ [=άνοιξη] μυρίζει. Ήλθε η αιώνια παντοτεινή μου Άνοιξη. Διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα της βαρυχειμωνιάς, σταμάτησαν οι παγωνιές και τ΄ αγριοκαίρια.
Χαρήτε, αδέλφια, την τρανή γιορτή! Ανάσταση είναι και η ψυχή δεν νιώθει τώρα μοναχή, καθώς εχτές προχθές και πρώτα….
Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται. Χαρήτε, αδέλφια, και ελάτε μαζί τη δόξα να γευθούμε, μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα θα ξεκουρασθούμε!
Μοναχή Μαρία Στυλιανοπούλου (Μαρία η ψηλή)
Ύστερα ήλθε η προσφυγιά για να επιδεινώσει την κατάστασή της. Έφυγε από τον τόπο που την ήξεραν και την εκτιμούσαν, εστερήθηκε τους φίλους της και τους ανθρώπους που την αγαπούσαν και βρέθηκε σ΄ ένα άγνωστο μέχρι τότε γι΄ αυτήν μέρος. Όμως η πολλή μεγάλη ψυχική δύναμη που είχε, η αγωνιστικότητά της, η πίστις της, η αγάπη της για τον Θεό και τον άνθρωπο, την έκαναν να τα ξεπεράση όλα, να σταθή στα πόδια της, ν΄ αγνοήση τους χλευασμούς και ν΄ αρχίση μια νέα ζωή στην προσφυγιά. Μια ζωή γεμάτη προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, όποιο και αν ήταν το κόστος γι΄ αυτήν.
Η υγεία της κλωνίζεται σιγά-σιγά, οι πόνοι γίνονται αβάστακτοι, η μετακίνηση της δύσκολη, αλλά αυτά τα αγνοεί μπροστά στην σημαντική ιεραποστολική της διακονία.
Ο πόνος με τον καιρό έγινε ο αχώριστος σύντροφός της. Νύκτες ολόκληρες καθόλου δεν μπορεί να ξαπλώση. Το βασανισμένο της σώμα δεν αναπαύεται. Ούτε ένα βήμα δεν μπορεί τώρα να κάνη. Κινείται μόνο με αναπηρική καρέκλα. Συμφιλιώθηκε όμως με τον πόνο. Ποτέ δεν γόγγυσε και δεν διαμαρτυρήθηκε.Την προσωπική της ξεκούραση την αψηφούσε μπροστά στην αγάπη της για τους συνανθρώπους της που την επλησίαζαν. Όλους τους συμβούλευε και νουθετούσε με διάκριση, τους βοηθούσε με πνευματική αρχοντιά και καθοδηγούσε με λεπτότητα και μητρική αγάπη. Όταν βρισκόταν κανείς κοντά της και συνομιλούσε διεπίστωνε την ευφυΐα της, την πλατειά της αντίληψη σ΄ όλα τα θέματα, το γερό μνημονικό της και το χαριτωμένο χιούμορ της.
Τους δύο τελευταίους μαρτυρικούς μήνες που τους πέρασε ακίνητη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου έδειξε όλο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας και της αγάπης της στον Θεό. Δεν βαρυγγόμησε ποτέ και συνεργαζόταν άψογα με τους γιατρούς και νοσοκόμους μέχρι και τις τελευταίες της ώρες. Το σώμα της γέμισε πληγές, τα πόδια της έλιωσαν και καθόλου δεν μπορούσε να κινηθή. Τίποτε σωστά δεν λειτουργούσε στον οργανισμό της, μόνον η φωνή της και η διαύγεια του πνεύματος της έμειναν μέχρι το τέλος, για να θυμίζουν τα μεγάλα τα της πίστεως, υπομονής, προσευχής και αγάπης κατορθώματα. Και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές είχε την φροντίδα πολλών, την δε παραμονήν της αναχωρήσεώς της έδωσε εις εν Χριστώ επισκέπτην το ποσόν των 105 κυπριακών λιρών υπέρ του μικρού ιεραποστολικού έργου τής Ορθοδόξου Κυψέλης [μικρού ορθόδοξου εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης με ιεραποστολική προσφορά].
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παρέλαβε στην Βασιλεία Του τα ξημερώματα της 20ης Ιανουαρίου του 1998, αφήνοντας πίσω της ορφανεμένες τις ψυχές που την αγάπησαν και την πόνεσαν. Η έλλειψή της είναι αισθητή και το κενό της απουσίας της ευχόμεθα να το αναπλήρωση ο Θεός με άλλο κατάλληλο πρόσωπο που θα παρουσίαση.
Γενικά η αδελφή Μαρία έζησε κατά το θέλημα του Θεού σε όλη της την ζωή. Το φωτεινό της παράδειγμα προς μίμησι και αντιγραφή μας.
Της αξιομακαρίστου αδελφής Μαρίας η μνήμη είθε να είναι αιωνία, η δε μερίς αυτής μετά των δικαίων και αγίων Αγγέλων.
Μαρτυρία Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου για τη Μαρία την Ψηλή (απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)
Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό, τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε, από τον φόβο τον πολύ, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία.
Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ΄ όλο που ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπό της ήταν αλλοιωμένο, ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή… μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.
Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Όταν μεγάλωνε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια και τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί που είναι η καρέκλα.
Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο.
Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πως είχε ένα πρόβλημα. Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν.
Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς, έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς.
Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική και μια κοπέλα της λέει εκεί: Δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μητέρα της πού ζει ακόμα (σημείωση VatopaidiFriend: πλέον έχει κοιμηθεί), η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη που πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι.
Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν; Και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει: τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου, κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα ,όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου.
- Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε.
Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα, οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία.
Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε. Λέει η μητέρα της: Ε! θυμούμαι. Της λέει: θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμάμαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; Πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; Και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία (και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια), σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο - κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο - σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου. Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; Λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου.
Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. [Σημείωση "Νεκρού": ο μέγας άγιος γέροντας Πορφύριος ήταν βαριά ασθενής από πολλές ασθένειες και είχε έντονο διορατικό και ιαματικό χάρισμα. Εδώ υπάρχει σχετική μαρτυρία του Γ. Παπαζάχου, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, και εδώ μαρτυρία του ίδιου του γέροντα για το διορατικό του χάρισμα].
Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.