Ἡ λύπη εἶναι μία δύναμη πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό μετά τήν πτώση γιά νά βοηθηθοῦμε στήν μετάνοια. Ἐμεῖς ὅμως (λόγῳ τῶν παθῶν μας καί μέ τήν ὑποβολή-ἐπήρρεια τοῦ πονηροῦ) τήν χρησιμοποιοῦμε κακῶς καί πέφτουμε στήν κατάσταση τῆς κατάθλιψης.
Διαβᾶστε τό ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ:
Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων (τομ. Α΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, 2008, σελ. 299-301).
«Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στόν Παράδεισο, δέ γνώριζε τή λύπη, πού ἐμφανίστηκε μετά τό ἀδαμικό παράπτωμα...Ὀφείλουμε νά διακρίνουμε δύο μορφές λύπης. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖ τμῆμα αὐτοῦ πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «ἀδιάβλητα καί φυσικά πάθη», δηλαδή ὅσα ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στή φύση τοῦ ἀνθρώπου μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τά ὁποῖα δέν εἶναι κακά, μολονότι παρέχουν μαρτυρία τῆς πτώσης του ἀπό τήν προηγούμενη κατάσταση τελειότητας.
Ἡ μορφή τῆς λύπης, πού ἀποτελεῖ τμῆμα τῶν φυσικῶν παθῶν, ὄχι μόνο εἶναι «ἀδιάβλητη», ἀλλά μπορεῖ καί ὀφείλει νά χρησιμεύει ὡς βάση μιᾶς ἀρετῆς: τῆς «κατά Θεόν λύπης» (Β΄Κορ. 7, 10).
Ἡ συγκεκριμένη ἀρετή ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά θλίβεται γιά τήν πτώση του, νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά λυπᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς πρώτης τελειότητας, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό, καί ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν κατάσταση τῆς μετάνοιας, τοῦ πνευματικοῦ πένθους, τῆς κατάνυξης καί βρίσκει τήν πραγμάτωσή της στό χάρισμα τῶν δακρύων.
Εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητη γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ὥστε νά ξαναβρεῖ τήν ὁδό τῆς Βασιλείας καί τήν ἐδεμική κατάσταση στήν ἐν Χριστῷ ἐπανολοκλήρωσή του. Νά γιατί ὁ Ἅγιος Μάξιμος γράφει: «...καλά γίνεται καί τά πάθη ἐν τοῖς σπουδαίοις ὁπηνίκα... πρός τήν τῶν οὐρανίων μεταχειρίζονται κτῆσιν, οἷον...τήν λύπην διορθωτικήν ἐπί παρόντι κακῷ μεταμέλειαν»[1].
Ἀντίθετα, ἡ δεύτερη μορφή λύπης (ἰσοδύναμη νοηματικά ἡ λέξη ἀθυμία),... εἶναι πάθος καί νόσος τῆς ψυχῆς:συνίσταται στήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς λύπης...Ἀντί νά χρησιμοποιεῖ τή λύπη γιά νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό καί τήν ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ὁ ἄνθρωπος τή χρησιμοποιεῖ ἀντίθετα: κλαίει γιά τήν ἀπώλεια τῶν αἰσθητῶν ἀγαθῶν[2], ὀδυνᾶται γιά τήν ἀδυναμία του νά ἱκανοποιήσει τήν ὅποια ἐπιθυμία καί ν’ ἀπολαύσει τήν ὅποια ἀναμενόμενη ἠδονή ἤ ἀκόμη καί γιά τό γεγονός ὅτι ἔχει ὑποστεῖ ὄχληση στίς σχέσεις του μέ τούς ὁμοίους του.