Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)



Ὅταν ἀκόμη ἤμεθα κοντὰ στὸν μακαριστὸ Γέροντά μου Ἰωσήφ, πολλὲς φορές, γιὰ νὰ μᾶς ὠφελήσει, ἔπιανε καὶ μᾶς ἐδιηγεῖτο τὴν ζωή του. Ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ λέγοντάς μας ὅσα πράγματα εἶχε γνωρίσει μᾶς ὠφελοῦσε πολύ. Μᾶς ἔλεγε πράγματα ποὺ ἐμεῖς δὲν ἐγνωρίζαμε καί, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων, μᾶς ὠφέλησαν πολὺ μετὰ τὴν ἀποδημία του γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἐκθέσω μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ μάθαμε ἢ βιώσαμε κοντά του καὶ πρὸς ἰδικὴν σας ὠφέλεια.



Ὅπως ξέρετε, ὅταν ὁ Γέροντας ἦταν στὸν κόσμο, δὲν εἶχε καθόλου θρησκευτικότητα, ἦταν ἕνας ἁγνὸς νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος καὶ μισοῦσε πάρα πολὺ τὸ ἄδικο. Προήρχετο ἀπὸ πολὺ φτωχὴ οἰκογένεια καὶ ἀπὸ νωρὶς ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ ἐμπόριο, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ πλουτίσει. Μὲ τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὶς ἱκανότητές του κατάφερε, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀφ’ ὅτου ἦλθε στὴν Ἀθήνα, νὰ προκόψει στὸ ἐμπόριο καὶ νὰ δημιουργήσει ἱκανὴ περιουσία. Πρὶν τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεὸς καὶ τοῦ δώσει τὴ μεγάλη μετάνοια, εἶχε ἀρραβωνιασθεῖ, ἀλλά, καθὼς ἔλεγε ὁ ἴδιος, ζοῦσε τόσο προσεκτικά, ὥστε ποτὲ δὲν ἄγγισε τὴ μνηστὴ του φοβούμενος μήπως φθάσει στὸ σημεῖο νὰ...
τὴν ἀσπασθεῖ.



Κάποια μέρα διάβασε ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο καὶ τὸν σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μία λύπη, μία ἀθυμία καὶ μία βαριεστημάρα πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Ὅταν τὸν εἶδαν ἔτσι ἄκεφο οἱ κόρες τῆς ἰδιοκτήτριας τοῦ σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ἔμενε, τὸν ρώτησαν τὴν αἰτία καί, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, τοῦ ἔδωσαν νὰ διάβασει τὸ «Νέον Ἐκλόγιον», ἕνα βιβλίο μὲ μία πολὺ καλὴ ἐπιλογὴ βίων Ἁγίων.



Ἀπόρησε ὁ Γέροντας ὅταν τὸ διάβασε, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς ὑπῆρχαν τέτοιοι ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ Θεὸ τόσο σκληρὰ στὴ ζωή τους, ποὺ ἔκαμαν μὲ τὴ βοήθειά Του τόσα καὶ τέτοια τέρατα καὶ σημεῖα. Τότε τοῦ ἦρθε ἡ μνήμη τοῦ θεοῦ κι ἀπὸ τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὴ μετάνοια, ἔστειλε τὸ φωτισμό του, τοῦ ἄνοιξε τὸ νοῦ κι ἄρχισε νὰ σκέπτεται γιὰ τὴν ψυχή του.



Ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ νέα πνευματικὴ σταδιοδρομία του. Ἐξομολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του στὸν πνευματικὸ τὶς ἁμαρτίες του μὲ πολλὰ-πολλὰ δάκρυα, ἄρχισε νὰ «κρυώνει» πρὸς τὸ ἐμπόριο, ποὺ τὸ θεωροῦσε πλέον ἐμπόδιο καὶ ἁμαρτία στὴν καινούρια του πορεία, τὸ ἐγκατέλειψε κι ἄρχισε νὰ ἐργάζεται πολὺ ἁπλὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιὰ νὰ κερδίζει μόνο τὸ ψωμί του.



Τὶς μέχρι τότε οἰκονομίες του ἄρχισε νὰ τὶς δίνει ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ συγχωρηθεῖ ὁ πατέρας του, ἐνῶ παράλληλα πήγαινε σὲ διάφορα προσκυνήματα, γιὰ νὰ τονωθεῖ ἡ πίστη του καὶ ἡ μετάνοιά του.



Πρὶν ἀναχώρησει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἤθελε νὰ ἐλέγξει κάπως τὶς δυνατότητές του γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀσκηθεῖ, ὅσο μποροῦσε, μέσα στὸν κόσμο. Πήγαινε στὴν Πεντέλη καὶ θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τοὺς στυλίτες ξενυχτοῦσε πάνω στὰ δένδρα, νήστευε πολὺ (περνοῦσε τὸ εἰκοσιτετράωρο μὲ λίγο ψωμὶ ἢ ἕνα-δύο λουκούμια), ντυνόταν ἁπλά, σκορποῦσε τὰ χρήματά του καὶ μὲ λίγα λόγια ἄρχισε νὰ μιμεῖται τοὺς ἁγίους.



Ὅταν πιὰ εἶδε ὅτι μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ, νὰ γίνει μοναχός, τὸ ἀποφάσισε. Ἀφοῦ ἀποκατέστησε τὴν ἀδελφή του δίνοντάς της τὴν ἀνάλογη προίκα καὶ σὲ ἡλικία 24-25 ἐτῶν ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σκοπὸς του ἦταν νὰ μπεῖ στὴν ὑπακοὴ κάποιου ἀσκητῆ ποὺ νὰ τρώει μόνο χόρτα, νὰ ἀγρυπνᾶ ὅλη τὴ νύχτα καὶ νὰ νήφει. Γι’ αὐτὸ καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἔρημο. Μὰ τέτοιον ἀσκητὴ ποὺ γύρευε δὲν βρῆκε, γιατί, καθὼς τοῦ εἶπαν, οἱ τέτοιου εἴδους ἀγωνιστὲς εἶχαν ἐκλείψει. Ὑπῆρχαν κάποιοι ἀσκητὲς ποὺ ἔτρωγαν μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ ὄχι μόνο χόρτα. Μπῆκε στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέρο-Δανιήλ, τοῦ Γέροντα τῶν Δανιηλαίων, ἀνθρώπου πολὺ πνευματικοῦ, ἔμεινε ἕνα διάστημα κοντά του, τοῦ διάβαζε τὸ Ψαλτήρι κι ἀπὸ τὴν πολλὴ κατάνυξη ἔκλαιγε. Εἶδε ὁ γερὸ-Δανιὴλ τὴν πνευματικότητά του καὶ τὸν ἔστειλε πάλι στὴ σπηλιά του, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ μόνος του. Σὲ λίγο, γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ πλάνη, πράγμα ποὺ κινδυνεύουν νὰ πάθουν ὅσοι ἀσκοῦνται μόνοι τους, τοῦ ἔστειλε τὸν γέρο-Ἀρσένιο, ἕναν ἁπλοϊκὸ μοναχὸ ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ποθοῦσε τὴν ἡσυχία. Μὲ τὴν ὑπόδειξη τότε τοῦ γέρο-Δανιὴλ ὁ Γέροντας καὶ ὁ γέρο-Ἀρσένιος πήγανε καὶ κοινοβιάσανε στὸ γέρο-Ἐφραὶμ καὶ τὸν γέρο-Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι ἦταν συγγενεῖς, Ἀρβανίτες στὴν καταγωγή, καὶ μόναζαν μαζὶ στὰ Κατουνάκια.



Θὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ὁ Γέροντας ἀγωνίσθηκε πάνω στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, γιατί, ὅπως ξέρετε, ἦταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα ἕνας γείτονας μοναχὸς Κρητικὸς ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ βρίζει τὸν γέρο-Ἐφραὶμ ἄδικα γιὰ κάποιο λόγο. Ὁ Γέροντας, νέος μὲ ζωντανὰ τὰ πάθη ἀκόμα μέσα του, σκέφθηκε νὰ βγεῖ ἔξω ἀγανακτισμένος νὰ «τακτοποίησει» τὸν μοναχό, γιατί ἄδικα στενοχωροῦσε τὸ Γέροντά του. Ὅμως κρατήθηκε, μπῆκε στὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔπεσε στὸ ἔδαφος κι ἄρχισε νὰ ἐπικαλεῖται τὴν Παναγία νὰ τὸν συγκράτησει ἀπὸ κάποια ἐνδεχομένως ἀκραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος, βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ τὴν πλημμύρα τῶν δακρύων του εἶδε ὅτι τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ὑποχώρησε, ἠρέμησε, λογικεύθηκε καὶ βγαίνοντας ἔξω τακτοποίησε τὸ πράγμα μὲ πολλὴ ἀγάπη.



Ὅπως ἐκ τῶν ὑστέρων ὁμολογοῦσε ὁ Γέροντας, ἂν δὲν κυριαρχοῦσε στὸ θυμὸ του ἐκείνη τὴ μέρα, ἴσως καὶ νὰ σκότωνε τὸν μοναχὸ γιατί εἶχε τόση ἀνδρεία καὶ δύναμη μέσα του, ποὺ μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ δέκα καὶ νὰ τοὺς νικήσει. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη νίκη στὸ μοναχικό του στάδιο.



Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέρο-Ἐφραὶμ καὶ τοῦ γέρο-Ἰωσὴφ οἱ δύο μοναχοὶ φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ σκληρότερη ἀσκητικὴ ζωὴ ἀνέβηκαν στὸν Ἅγιο Βασίλειο ποὺ τοὺς ἦταν γνωστὸς ὅπως καὶ ἄλλες σπηλιὲς μεγάλων ὁσίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους — τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Λαυριώτου, τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλήτου, τοῦ ἅγιου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου — πρὶν μονάσουν κοντὰ στὸν παπποὺ Ἐφραίμ. Μία φορὰ βαδίζοντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο πρὸς τὴν Λαύρα, ὅπου ἦταν ὁ πνευματικός τους, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν, καθὼς ἔφθασαν στὴ θέση «Κρύα Νερὰ» κάτω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, ἀπὸ τὸ πολὺ χιόνι, τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἐξάντληση ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ νηστεία ὁ Γέροντας ἀπέκαμε. Σταμάτησαν ἄναψαν λίγη φωτιὰ νὰ ζεσταθοῦν κι ὅλη τὴ νύχτα τὴν πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι ποὺ ξημέρωσε καὶ γύρισαν πίσω.



Γιὰ νὰ βιάζει ὁ Γέροντας τὸν ἑαυτό του σὲ ὁλονύχτια ὀρθοστασία (δέκα ὧρες), ἔφτιαξε ἕνα μπαστούνι κάπως διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, ὅπως ἔχετε δεῖ, καὶ κεῖ πάνω ἀκουμποῦσε καὶ προσηύχετο μὲ ἢ χωρὶς τὸ κομποσχοίνι. Μία φορὰ — ποιὸς ξέρει μετὰ ἀπὸ πόσες ὧρες τέτοιας ἀγρυπνίας — ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του καὶ ἔπεσε κάτω. Ὅταν συνῆλθε, ἔνιωσε τὸν ἑαυτὸ του πεσμένο κάτω, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τὸ καντηλάκι του πεσμένο κάτω καὶ χυμένο πλάι του, τὸ μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά.



Ἄλλοτε πάλι ἔκανε ἔγκλειστος, δὲν ἔβγαινε καθόλου. Ἀπὸ τὸ παραθυράκι κατὰ διαστήματα ὁ γέρο-Ἀρσένιος τοῦ ἔδινε τὸ παξιμαδάκι. Μία νύχτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο νὰ πάρει ἀέρα, ζαλίστηκε κι ἔπεσε ἀπ’ τὸ παράθυρο.



Κάποτε σὲ μίαν ἑορτή, ὁ γέρο-Ἀρσένιος πῆγε σὲ γειτονικὴ καλύβη γιὰ νὰ κοινωνήσει, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἀγρυπνοῦσε μόνος του μὲ πολὺ πένθος καὶ μία αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητός του, διότι οἱ ἄλλοι πατέρες θὰ μεταλάμβαναν, ἐνῶ αὐτὸς θὰ ἔμενε ἄμοιρος αὐτῆς τῆς χάριτος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ξαφνικὰ ἔνιωσε ἕνα σκούντημα στὸ κεφάλι, σήκωσε τὸ κεφάλι, κοίταξε καὶ μέσα στὰ σκοτεινὰ εἶδε μία λάμψη. Μέσα στὴ λάμψη ἦταν ἕνας ὡραιότατος ἄγγελος ποὺ κρατοῦσε στὸ ἀριστερό του χέρι ἕνα κουτάκι ὁλόλαμπρο καὶ στὸ δεξὶ μία λαβίδα. Ὁ Γέροντας εὑρισκόμενος ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ φαινομένου καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς χάριτος τῆς ὀπτασίας κατάλαβε ἀθέλητα καὶ χωρὶς νὰ σκεφθεῖ — γιατί σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ σκέφτεται αἰσθάνεται κατὰ τὸ σύνηθες — ἔκαμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔλεγε νὰ κάνει: Ἄνοιξε τὸ στόμα του, κοινώνησε ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου τὸ χέρι μὲ Ἅγιον Ἄρτον καὶ ἔφυγε ὁ ἄγγελος, ἔσκυψε πάλι τὸ κεφάλι του καὶ δυναμωμένος ἀπὸ τὸ γεγονὸς συνέχισε τὴν εὐχή.



Πολλὲς εἶναι οἱ ἀσκήσεις ποὺ ἔκαμνε ὁ Γέροντας καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατάφερε νὰ ἁγνίσει τελείως τὸν ἑαυτὸ του κυρίως ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος. Ἡ θέση τοῦ μονάχου ἀπέναντι στὸ πάθος τὸ σαρκικό, πρέπει νὰ εἶναι πόλεμος στῆθος μὲ στῆθος. Οἱ σαρκικοὶ λογισμοὶ νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ ξύλο. «Σκοτῶστε τὸν ἑαυτό σας», μᾶς ἔλεγε, «γιὰ νὰ ζήση ἡ ψυχή». Ἐὰν δὲν ἀντιμετωπίσομε αὐτὸ τὸ θηρίο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτάσσεται ἡ σάρκα στὸ πνεῦμα. «Τὸ ξύλο θὰ τόχετε κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι καί, μόλις ἔλθουν οἱ λογισμοί, ξύλο! Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὸ ἄνθος καὶ τὴν εὐωδία τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς καθαρότητας, πράγμα ποὺ ἔχει πολλὴ παρρησία στὸ Θεό».



Ἡ ἁγνότης τοῦ Γέροντος ἦταν κάτι τὸ θαυμαστό. Θυμᾶμαι, ὅταν ἔμπαινα τὸ βράδυ στὸ κελλάκι του, εὐωδίαζε ὅλο. Ἡ δὲ ὀσμὴ τῆς προσευχῆς του αἰσθανόμουν νὰ διαποτίζει ὅ,τι τὸν περιέβαλε, ἐπηρεάζοντας ὄχι μόνο τὶς ἐσωτερικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις. Ὅταν μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καὶ σώματος, ἔφερνε πάντοτε ὡς παράδειγμα τὴν Παναγία μας. «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω», ἔλεγε, «πόσο ἀρέσει στὴν Παναγία μας ἡ καθαρότης καὶ ἡ σωφροσύνη. Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλους ἔτσι μᾶς θέλει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ». Καὶ πάλι ἔλεγε: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πιὸ εὐωδιαστὴ θυσία πρὸς τὸν Θεό, σὰν τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ ἀγώνα καὶ αἷμα. Γι’ αὐτὸ βιασθεῖτε! Μὴ δέχεσθε καθόλου τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς!»



Ὅταν ἤμεθα στὴ Νέα Σκήτη, ἦρθε κάποιος μοναχὸς καὶ εἶπε στὸν Γέροντα ὅτι εἶχε σαρκικὸ πόλεμο καὶ τὰ σχετικά. Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ κόψει τὸ κρασί, νὰ «σφίξει τὴ ζώνη του», νὰ διώχνει τὶς αἰσχρὲς φαντασίες, νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ξύλο καὶ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ πόλεμος θὰ ὑποχώρησει. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα ξανάρθε ὁ μοναχὸς καὶ εἶπε ὅτι ἀκολούθησε τὴν ἐντολή, ἀλλὰ ὁ πόλεμος συνεχιζόταν. Τοῦ ‘δωσε τὸ ξύλο ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τοῦ δείξει πῶς χτυπάει τὸν ἑαυτό του, μὰ ἐκεῖνος στὴν οὐσία χάιδευε τὸ σῶμα του. Τότε ὁ Γέροντας ἅρπαξε τὸ ξύλο, σήκωσε τὸ ζωστικὸ καὶ μὲ τρεῖς ποὺ ἔδωσε στὰ πόδια τόσπασε τὸ ξύλο. Ἀπόρησε ὁ μοναχός. «Παιδάκι μου, ἔτσι βγαίνουν τὰ δαιμόνια! Ὄχι μὲ χαϊδέματα!»



Ἔλεγε μάλιστα ὁ Γέροντας σχετικά, ὅτι μία μέρα κάνοντας τὴν εὐχή, καθὼς ἔκλεισε τὰ μάτια του, εἶδε μπροστά του ἕνα δαίμονα. Φώναξε τὸν γέρο-Ἀρσένιο ν’ ἀνάψει φωτιά, μιὰ καὶ μετὰ ἀπὸ πάλη τὸν εἶχε δέσει, ὥστε νὰ τὸν κάψουν. Ὅταν κατάλαβε ὁ δαίμονας, ἔγινε κόρακας κι ἔφυγε. Ὅταν ξύπνησε ὁ Γέροντας, εἶδε ὅτι εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς σαρκός. Οἱ τοῖχοι τοῦ κελλιοῦ του ἦταν χαλασμένοι ἀπὸ τὶς μπουνιὲς καὶ τὰ κτυπήματα, δείγματα τῆς πάλης του μὲ τοὺς δαίμονες.



Μέσα στὴν ἀδελφότητά μας, στὴ μικρή μας συνοδεία, βασικὸ στοιχεῖο τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς ἦταν καὶ ἡ ἀγρυπνία. Μᾶς τὸ τόνιζε ὁ Γέροντας ὅτι χωρὶς ἀγρυπνία προκοπὴ δὲν γίνεται, δὲν ἀποκτᾶ θεμέλιο ὁ μοναχός. Καὶ ὅπως ξεύρετε, ἦταν καθιερωμένο, ἀπὸ τὴν πρώτη νύχτα ποὺ θὰ ἐρχόταν κάποιος δόκιμος στὴ συνοδεία μας ἔπρεπε οὕτως ἢ ἄλλως νὰ ἀγρυπνήσει. Ἀγρυπνούσαμε ὅλη τὴ νύχτα, Ἰδιαίτερα τὸ καλοκαίρι ποὺ ἡ νύκτα εἶναι μικρή. Ἡ ἀγρυπνία μας ἦταν δέχα ὧρες: κομποσχοίνι, μετάνοιες, μελέτη καὶ λογισμοὶ στὸν Γέροντα. Μὰ μπόρεσες νὰ κοιμηθεῖς τὸ ἀπόγευμα, μὰ δὲν μπόρεσες ἐξαιτίας πειρασμοῦ ἢ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, ἡ ἀγρυπνία σου θὰ γίνει! Αὐτὸ ἦταν τὸ τυπικό. Οὐδεμία συγκατάβασις συγχωρεῖτο ἀπὸ μέρους τοῦ Γέροντος, ὥστε νὰ μὴν ἀγρυπνήσει ὁ ἀδελφός. Μᾶς γύμναζε πάντοτε στὴν ἀγρυπνία καὶ μᾶς ἔλεγε τὸ πόσον ὠφέλιμη εἶναι. Πόσα εἶναι τὰ κέρδη τὰ πνευματικά, πόσο πλουτίζει τὸν ἄνθρωπο, πῶς τὸν κρατάει νηφάλιο. Πόσα εἶναι τὰ χαρίσματα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μᾶς ὑπενθύμιζε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγκαταλείψαμε τὸν κόσμο καὶ πήγαμε κοντὰ του ἔχοντας γνώση τοῦ αὐστηροῦ τυπικοῦ. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μὲ κάμει μοναχό, μοῦ εἶπε: «Θάνατος! Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, εἴτε ζῆς, εἴτε ἀρρωστήσης, εἴτε πόνεσης, ἕνα θα ’χης στὴ σκέψη σου: ὅτι ὁ θάνατος μόνο θὰ σὲ χωρίσει ἀπὸ ἐδῶ. Μὴ ζήτησης παράκληση, μὴ ζητήσης θεραπεῖες». «Νά ’ναι εὐλογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος!»



Ὁ λογισμὸς βέβαια, πότε τῆς ὑπερηφάνειας, πότε τῆς ἀμελείας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, μὲ πολεμοῦσε πολύ, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τέλεια καταφρόνηση καὶ ἀδιαφορία. «Κράτα τὴν εὐχή! Θὰ περάσει. Φουρτούνα εἶναι- ἐπίθεσις. θὰ ὑποχώρησει. Ὅταν ἐσὺ ἀντισταθεῖς, ὅταν κρατήσεις τὸ μέτωπο γερά, ὅταν δὲν χάσεις τὸ θάρρος σου, θὰ ὑποχώρησει. Οὕτως ἢ ἄλλως αὐτὴ εἶναι ἡ τακτική τοῦ διαβόλου: νὰ ἐπιτίθεται, γιὰ νὰ σπάσει τὸ μέτωπο, νὰ ρίξει τὸ τεῖχος, νὰ προχωρήση ἡ ὁρμητικότητα τοῦ νεροῦ, νὰ κατακλύσει, νὰ γκρεμίσει ὅ,τι ὄρθιο ὑπάρχει. Κράτα τὸ τεῖχος γερά, καὶ αὐτὸς θὰ ὑποχώρησει». Καὶ ὑποχωροῦσαν οἱ λογισμοί.



Ἀγρυπνούσαμε κάθε νύχτα. Ὧρες στὴν προσευχή. Ἄλλος στὸ σκαμνάκι, ἄλλος κάτω, εἰσπνέαμε καὶ ἐκπνέαμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Μᾶς πολεμοῦσε ὁ ὕπνος; Ἀντιστεκόμεθα, βγαίναμε ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα. Μὰ κρύο, μὰ βροχή, μὰ παγωνιά, ἔξω! Προκειμένου νὰ κοιμηθοῦμε καὶ νὰ χάσουμε τὴν ἀγρυπνία, προτιμότερος ὁ πόλεμος, προτιμότερη ἡ δυσκολία. Κι ἂς μὴ καταλαβαίναμε τὴν εὐχή, ἀρκεῖ νὰ ἤμεθα ἄγρυπνοι καὶ νὰ μαχώμεθα. Μᾶς συνιστοῦσε ἐπίσης ὁ Γέροντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ λείπουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τοῦ μοναχοῦ. Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ κλαίει συνεχῶς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη.



Μᾶς ἔλεγε ἐπίσης ὅτι, ὅταν ἡ προσευχὴ προχώρησει καὶ καλλιεργηθεῖ προφορικὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀρχίζει σταδιακὰ ὁ νοῦς νὰ ἁπαλάσσεται ἀπὸ τὸν μετεωρισμὸ καὶ νὰ κατακτᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ὁ νοῦς πάρει ὅλη τὴν προσευχή, τότε ἀρχίζει νὰ ἀνοίγεται ἡ καρδιὰ καὶ νὰ δέχεται τὸ κατέβασμα τῆς προσευχῆς. Καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια, μετὰ ἀπὸ βία περιεκτική, δηλ. βία γενίκη σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως, ἡ καρδιὰ δέχεται ὁλόκληρη τὴν προσευχὴ καὶ δημιουργεῖται ἡ καρδιακὴ κατάστασις, ποὺ εἶναι μία κατάκτηση βασιλική τῆς καρδιᾶς πάνω στὴν εὐχὴ καὶ στὰ πάθη. Κυριαρχεῖ μία εἰρήνη καὶ μία ὑποταγὴ τῶν πάντων στὴν κυβέρνηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βασιλεύει διὰ τοῦ θείου ὀνόματός Του.



Πρωτοπόρος στὴν εὐχὴ ἦταν ὁ Γέροντας. Ἀγρυπνοῦσε πάντα μὲ μεγάλες ἐπιτυχίες. Νοερὰ προσευχὴ ἑπτὰ-ὀκτὼ ὧρες, ὀκτὼ ὧρες ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιά. Σκεφθεῖτε δουλειὰ μὲ τὸ ὄνομα τοϋ Χριστοῦ! Ὀκτὼ ὧρες μέσα στὴν καρδιά! Σκεφθεῖτε τὸ ὄργωμα τῆς καρδιᾶς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ! Ἐξ οὗ γινόταν ὁ κλαυθμός, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ παράκλησις, ὁ κλαυθμὸς ἐστρέφετο πενθικὸς γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο, γύρω ἀπὸ τὴν σταύρωση τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ μας, γύρω ἀπὸ τὴν προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο — γιατί εἶχε πάρα πολὺ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν κάποτε δὲν εἶχε ἄμεσα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὴν προκαλοῦσε: Ἔψαλλε κανένα νεκρώσιμο τροπάριο, ἔφερνε στὴ μνήμη του ἄλλους ἀγωνιστὲς κι ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ ξεπεράσει τὴ δυσκολία καὶ νὰ ἑλκύσει τὴ θεία χάρη. Ὅλη τὴ μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε: «Κρατᾶτε τὴν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!»



Πήγαινα τὸ βράδυ, ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, τὸν πλησίαζα καὶ τοῦ ἔλεγα ὅτι ὁ ὕπνος μὲ πολεμᾶ. «Κράτα γερά! Κράτα τὸ ὅπλο καὶ μὴ φοβᾶσαι», μοῦ ἀπαντοῦσε. Τὸ καλοκαίρι ἔρχονταν οἱ βάρκες καὶ ψάρευαν μὲ τὸ φῶς, μὲ τὶς λάμπες. «Βλέπεις παιδί μου, ἔλεγε, πῶς ἀγωνίζεται αὐτὸς ἐδῶ ὁ ψαρᾶς ὅλη τὴ νύχτα, γιὰ νὰ πιάσει μία χούφτα ψάρια, νὰ τὰ πάει στὸ σπίτι του, καὶ παρακολουθεῖ καὶ ἀγρυπνεῖ γιὰ κάτι τὸ γήινο; Βλέπεις, καμιὰ φορὰ τραγουδάει, γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα. Ἐμεῖς ποὺ ἤλθαμε, γιὰ νὰ ψαρέψουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμε; Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τραγουδοῦμε, δηλαδὴ νὰ ψάλλουμε, νὰ ὑμνολογοῦμε τὸν Θεὸ- νὰ ἀγρυπνοῦμε στοὺς λογισμούς, νὰ μὴ κοιμώμεθα. Αὐτὸς ἐδῶ κάτω ὁ ψαρᾶς γιὰ τὰ λίγα ψαράκια, ἐμεῖς ὅμως γιὰ πνευματικὴ ἄγρα, γιὰ τὸ ψάρεμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ χάρη περισσότερη, γιὰ μισθὸ αἰώνιο ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Μεγάλη ὑπόθεσις!». «Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα…». Κι ἔτσι μᾶς δυνάμωνε.



Ὁ Γέροντας ἀγωνιζότανε πολὺ καὶ στὴν ἐγκράτεια. Ὅταν ἔφθανε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐκεῖ πιὰ ἐκορυφώνετο ἡ νηστεία του. Στὴν πρώτη Σαρακοστὴ ποὺ ἤμουν κοντά Του, ἡ νηστεία ποὺ μᾶς ἐπέβαλε μοῦ φάνηκε ὑπερβολική, ἀλλὰ ἦταν πολὺ πιὸ ἤπια ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔκαναν μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο τὰ προηγούμενα χρόνια. Εἶχαν κάτι πιατάκια ποὺ χωροῦσαν μερικὲς μόνο κουταλιὲς φαγητό. Αὐτὸ ἦταν τὸ φαγητὸ τοῦ εἰκοσιτετραώρου καὶ χωρὶς βέβαια ψωμί. Ἔπαιρναν ἐλάχιστη τροφή, ἴσα-ἴσα νὰ μποροῦν νὰ στέκουν στὰ πόδια τους, γιὰ νὰ ἀγωνίζονται.



Ὅταν τὸν συνάντησα ἐγώ, ἦταν μέτριος στὴν αὐστηρότητα ἐν συγκρίσει μὲ τὴν αὐστηρότητα ποὺ εἶχε, ὅταν ἦταν στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Εἶχε ἀκουσθεῖ ἡ φήμη του ὡς μεγάλου ἀσκητοῦ καὶ πῆγαν ἀρκετοί, γιὰ νὰ μονάσουν κοντά του, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν, γιατί ἦταν ἀπαιτητικός. Ὅταν κατέβηκε στὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ὅπου τὸν βρῆκα ἐγώ, ἦταν αὐστηρός. Κυρίως μὲ μένα ἦταν ἕνας συνεχὴς καταπέλτης. Βέβαια ὁ θεὸς τὸν φώτιζε νὰ μὲ μεταχειρισθεῖ ἔτσι, γιατί εἶχα ἀνάγκη καθαρισμοῦ ἀπὸ τὸν πολὺ ἐγωισμὸ καὶ τὴν σκουριὰ ποὺ εἶχα μέσα μου. Ἔτσι ἦταν αὐστηρότατος στὸν Ἅγιο Βασίλειο, μέτρια αὐστηρὸς στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἀκόμη λιγότερο στὴ Νέα Σκήτη. Ὅταν εἶχε ἔρθει ὁ π. Παντελεήμων ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του πόσο ἤπιος καὶ μαλακὸς εἶναι ὁ Γέροντας, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει τὴν παιδαγωγία στὴν ὁποία μὲ ὑπέβαλε. Κι ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ὁμολογοῦσε ὅτι στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ὄντας νέος ἦταν πολὺ αὐστηρός, προϊόντος ὅμως τοῦ χρόνου θεώρησε προτιμότερο καὶ ἀποτελεσματικότερο νὰ ἐπιβάλλεται ὄχι μὲ τὴν αὐτστηρότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ συγκατάβαση.



Στὴν πρώτη Σαρακοστὴ ποὺ κάναμε πάνω τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος δὲν μᾶς ἔδινε οὔτε φαγητό, οὔτε ψωμί. Μία φορὰ τὸ εἰκοσιτετράωρο τρώγαμε χυλό, ποὺ φτιάχναμε μὲ 25 δράμια ἀλεύρι. Τὸ Σαββατοκύριακο μᾶς ἔκαμνε φαγητὸ μὲ ψωμί. Τὸ βράδυ δέκα ὧρες ἀγρυπνία μὲ προσευχή, μὲ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο κανόνα σὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, καὶ τὴν ἡμέρα πολὺ σκληρὴ δουλειά, πράγμα ποὺ ὁπωσδήποτε μᾶς ὠφελοῦσε ψυχικά. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα, ὄντες πολὺ ἀδύναμοι ψυχοσωματικά, δὲν μποροῦμε κἄν νὰ διανοηθοῦμε τέτοια ἄσκηση. Τὰ κελλιά μας δὲν εἶχαν τὴν ἀνάπαυση τῶν σημερινῶν κελλιῶν. Ἡ ζωὴ μας ἦταν ἀνθρωπίνως δύσκολη, ἀλλὰ μὲ τὸ λογισμὸ τῆς αὐταπαρνήσεως εὔκολη. Ὅταν μᾶς καλλοῦσε ἡ ὑπακοὴ νὰ τρέξουμε ἀπὸ τὸ βουνὸ κάτω καὶ νὰ φορτωθοῦμε φορτίο, πολλὲς φορὲς πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, τὸ κάναμε ἀμέσως, χωρὶς καμία ἀντίρρηση. Μὰ αὐτὴ ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος: Ὁ πρόθυμος ἄνθρωπος εἰς τὰ σωματικὰ εἶναι καὶ στὰ πνευματικὰ πρόθυμος, ὅταν ἐγκεντρισθεῖ τὸ πράγμα- ὅταν γίνει σὲ μία ὑπόσταση. Τότε ὁλοκληρώνεται ὁ ἀγωνιστὴς εἰς πνευματικὸν ἄνθρωπον. Διότι ὁ κόπος ὁ σωματικὸς ἐν γνώσει καὶ ἀληθείᾳ βοηθᾶ θαυμάσια τὸν ἄνθρωπο, τὸν μοναχὸ εἰς μετάνοια, εἰς πένθος καὶ εἰς δάκρυα. Αὐτοὶ οἱ κόποι τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας, μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Γέροντος, μᾶς ἔφερναν δάκρυα νύχτα-μέρα. Μὰ στὴν προσευχὴ ἦταν αὐτά, μὰ στὸ διακόνημα, μὰ πάνω στὸν κόπο, τὰ μάτια δὲν σταματοῦσαν. Φθάναμε στὸ σημεῖο νὰ μὴ νιπτώμεθα μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορές, ὅταν πέφταμε νὰ κοιμηθοῦμε, εὐωδία Θεοῦ μᾶς κύκλωνε. Οἱ εὐχὲς τοῦ Γέροντα ἦταν πολὺ δυνατές.



Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι στοὺς μεγάλους πειρασμοὺς γνώρισε χειροπιαστὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὸν πειρασμὸ ποὺ ὑπομένει κάποιος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται διὰ τὸν Θεὸν μὲ πολὺ καλὴ προαίρεση, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πειρασθεῖ ὑπεράνω τῶν δυνάμεών του. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μᾶς τὸ λέει αὐτὸ κι ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Ὅταν κανεὶς περνάει μεγάλο πειρασμὸ καὶ παρακάλεσει τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει καὶ εἰσακουσθεῖ, ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ἀνάλογης χάρης, ὅσο ἦταν τὸ μέγεθος τοῦ πειρασμοῦ τὸν ὁποῖον τοῦ ἀφαίρεσε»*. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν χάρη τὸ πολύ, νὰ κάνει ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Μὲ πίστη κι ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κράτηση τὸ μέτωπο, κι ὁ Θεὸς εἶναι παρών.



Κάποτε ὁ Γέροντας περνοῦσε κάποιο μεγάλο πειρασμὸ ἐξωτερικά, ἀλλὰ κοπίαζε πάρα πολὺ καὶ ψυχικά. Κατέφυγε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία καὶ ἔχυσε ὅλο τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς του μπροστὰ στὴν Παναγία, τὴν ὁποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ἔκλεισαν τὰ σωματικά του μάτια κι ἄνοιξαν τὰ ψυχικά. Εἶδε ὅτι ἡ Παναγία βγῆκε, ξεκόλλησε ἀπὸ τὸ τέμπλο κι ὁλοζώντανη στάθηκε μπροστά του ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ της τὸν Κύριο, βρέφος μικρό. «Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Κι ἁπλώνοντας τὸ βρέφος τὸ χεράκι Του τὸν θώπευε στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα γέμισε μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ἔρωτα Θεοῦ. Ἡ στενοχώρια ἔφυγε καὶ ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε πολὺ καλά.



Ἂν πεῖτε γιὰ τὴ σιωπή, λόγο δὲν ἔβγαζε χωρὶς ἀνάγκη. Ἰδιαιτέρως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, ὅταν ἦταν μόνοι τους μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, τηροῦσαν σιωπὴ ὅλη τὴν ἑβδομάδα. Μιλοῦσαν μόνο ἀπὸ τὸν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ ἀπόδειπνο τῆς Κυριακῆς καὶ μετὰ πάλι σιωπηλοὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα- μὲ νοήματα συνεννοοῦντο. Καὶ ἐπειδὴ πολλὴ ὠφέλεια εἶχε δεῖ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἀπαγόρευε καὶ σὲ μᾶς νὰ μιλοῦμε μεταξύ μας, μόνο γιὰ τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα ἔπρεπε νὰ χαλοῦμε τὴ σιωπή. Ὅταν μᾶς ἔστελνε ἔξω ἀπ’ τὸ ἡσυχαστήριό μας γιὰ κάποια διακονία, δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ μιλήσουμε μὲ κανένα. Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεφα, πάντοτε μοῦ ἔκαμε ἀκριβῆ ἐξέταση, ἂν ἐτήρησα ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Σὲ παράβαση δύο-τριῶν λέξεων ὁ πρῶτος μου κανόνας ἦταν διακόσιες μετάνοιες.



Ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, ὅταν ὁ Γέροντας ἤθελε κάπου νὰ πάει μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, σὲ κάποιο μοναστήρι φερ’ εἰπεῖν, ξεχώριζαν, κρατοῦσαν μία ἀπόσταση καθ’ ὁδὸν καὶ λέγανε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δὲν πηγαίνανε μαζί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς νικήσει ὁ διάβολος τῆς ἀργολογίας καὶ ἀπὸ τὴν ἀργολογία ξεκινήσει ἡ κατάκριση καὶ τόσα ἄλλα. Γιατί παίρνανε τὸ μέτρο αὐτό; Μὰ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν πειρασμό. Γιατί ὁ πειρασμὸς παίρνει τὴν εὐκαιρία καὶ προσπαθεῖ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία.



Καμιὰ φορὰ ὁ γέρο-Ἀρσένιος, εἴτε γιατί ἦταν παππούλης εἴτε γιατί ἦταν ἁπλός, πήγαινε νὰ πεῖ κανένα λόγο γιὰ κάποιον ἀδελφὸ ἐκτός τῆς συνοδείας ἢ ἐντὸς ἢ κάποιο νέο ποὺ ἔμαθε. Μόλις ἄρχιζε, μὲ τὶς πρῶτες λέξεις, ὁ Γέροντας σήκωνε τὸ χέρι του, τοῦ δινε μιὰ στὸ κεφάλι κι ἔλεγε: «Ἀρσένιε, πρόσεχε- μὴ κατακρίνεις, δὲν ἐπιτρέπεται- θὰ χάσεις τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ». «Ἔλα, τζάνεμ, τί εἶπα;», ἀπαντοῦσε. «Αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶναι εἰς θέσιν νὰ σοῦ στερήσει τὴν εὐλογία τῆς προσευχῆς. Τί ἄλλο θέλεις;». «Εὐλόγησον!». Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ νεότεροι ν’ ἀνοίξουμε τὸ στόμα νὰ μιλήσουμε, αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζαμε, ἢ νὰ μιλήσουμε μεταξύ μας καὶ νὰ ἀργολογήσουμε, δὲν τὸ εἴδαμε ποτέ.



Ἔμπαινε στὸ καράβι ὁ Γέροντας νὰ πάει π.χ. ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα στὴ Δάφνη: Τὸ κεφάλι κάτω καὶ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τί κάνετε, π. Ἰωσήφ, πῶς πάει ἡ συνοδεία;». «Καλά, καλά, εὐλογεῖτε. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…», τὸν ἔκοβε.



Ἐπιστατοῦσε πολὺ στὸ θέμα τῆς ἀργολογίας. Ἡ κατάκριση ἦταν ἀνύπαρκτη. Ὅταν ἐπιχειροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσει, καταπέλτης ὁ Γέροντας: «Ἐδῶ μέσα δὲν χωροῦν νέα καὶ εἰδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπὴ καὶ εὐχή! Τίποτ’ ἄλλο! Δὲν ἤρθαμε ἐδῶ νὰ περάσουμε τὸν καιρό μας. Ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ, ἄγρυπνει τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν λιοντάρι, ποιὸν νὰ βρεῖ σὲ ἀμέλεια, σὲ ραθυμία, σὲ ἀπρόσεκτη κατάσταση, νὰ τὸν ἁρπάξει. Πρέπει νὰ ‘χωμε τὸ νοῦ μας». Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα, γιὰ μᾶς τοὺς νεωτέρους, τοὺς νέους μοναχοὺς ποὺ ἤμεθα κοντὰ στὸ Γέροντα, ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος, τὸ βαθὺ θεμέλιο. Ἐὰν δὲν εἴχαμε αὐτὲς τὶς νουθεσίες τοῦ Γέροντος κι ἐμεῖς ἀπὸ πλευρᾶς μας δὲν τὶς ἐφαρμόζαμε καὶ δὲν τὶς ὑλοποιούσαμε δὲν θὰ γινόταν τίποτε ἀπολύτως.



Μόλις κάποιος νέος ἀδελφὸς προσετίθετο στὴν συνοδεία μας, ἡ πρώτη διδασκαλία ποὺ τοῦ ἔκανε ἦταν: «Παιδί μου, τὴν εὐχή, θέλω νὰ σὲ ἀκούω νὰ λὲς τὴν εὐχή!». Κι ὅταν μεγαλώσαμε καὶ γίναμε Ἱερεῖς καὶ ὅ,τι ἄλλο, συνέχεια τὴν εὐχή! Τοῦ ἔλεγα χαρακτηριστικὰ κάποτε: «Γέροντα, ἀπὸ τὴν εὐχὴ πονάει τὸ στόμα μου ἡ γλώσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου, δὲν μπορῶ νὰ ἀναπνεύσω- πονάει ἡ καρδιά μου». «Δὲν παθαίνεις τίποτα, ὑπομονή!» μοῦ ἀπάντησε. Καὶ πράγματι ἡ ὠφέλεια ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Πολλὲς φορὲς ἐρχόταν τόση χάρις ἀπὸ τὴν προφορικὴ εὐχή, ποὺ ἔνιωθε κανεὶς μέσα του τόση θεία ἀγάπη, τόση ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ του. Καὶ πάνω στὸ διακόνημα κατὰ περίεργο τρόπο ὁ νοῦς δὲν ἦταν ἁπλῶς στὴν προσευχὴ ἀλλὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία — ἐν αἰσθήσει — τοῦ ἄλλου κόσμου.



Ὅταν τὸν ρωτοῦσα γιατί καμιὰ φορὰ ἡ προσευχή μου δὲν μπορεῖ νὰ περάσει τὴ σκεπὴ τοῦ κελλιοῦ μου, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε ὅτι τὴν ἐμποδίζουν τὰ δαιμόνια κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ γιὰ πείρα. Ἄλλοτε ἔβλεπες τὸν νοῦ, νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει ἀπολύτως τίποτε τὸ πνευματικὸ καὶ σὰν σφαίρα μὲ ἀφάνταστη καὶ ἀσύλληπτη ταχύτητα νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἅπτεται ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ξεπερνοῦν τὴν ὑλικὴ φύσι.



Γέροντα, τοῦ ἔλεγα, δὲν νιώθω δυσκολία πάνω στὰ ἁμαρτήματά μου, δυσκολία στὴ σκέψη καὶ στὴ θεωρία τῆς ἐξόδου, δυσκολία στὸ ξεπέρασμα τῶν τελωνίων; Προσπαθῶ νὰ βάλω τὸν νοῦ μου, τὸν ἑαυτό μου στ’ ἀριστερά τοῦ Κριτοῦ γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ δὲν πηγαίνει, ἀλλὰ ἀθέλητα, ἀνεμπόδιστα καὶ ἀβίαστα πηγαίνει πρὸς τὰ δεξιά». «Καλά, δὲν καταλαβαίνεις;» μοῦ λέει. «Δὲν καταλαβαίνω ἀπαντῶ. «Τὴ στιγμὴ ποὺ σὰν ὑποτακτικὸς ἄφησες τὸ φορτίο σου ὅλο ἐπάνω στοὺς δικούς μου ὤμους, ἐσὺ ἐλάφρωσες. Γιὰ ποιὰ πράξη θὰ δώσεις ἀπολογία, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλα τὰ ἔχεις ἀναθέσει σ’ ἐμένα, τὰ ἔχεις ἐναποθέσει μπροστά μου, τὰ ἔχω ἀναλάβει ἐγὼ καὶ σὺ εἶσαι ἐλεύθερος; Πῶς νὰ μὴν πᾶς πρὸς τὰ κεῖ, ποιὸ πράγμα θὰ σ’ ἐμποδίσει;». Καὶ εἶχε δίκιο ὁ Γέροντας, γιατί δὲν κάναμε τίποτε χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσουμε.



Ὅταν, ἐνῶ ἤμασταν ἀκόμη στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, εἶδε ὁ Γέροντας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραμείνουμε ἄλλο λόγω τῶν δυσμενῶν συνθηκῶν διαβίωσης, τῆς σκληρῆς ζωῆς, τῶν ταλαιπωριῶν καὶ τοῦ ἀνθυγιεινοῦ κλίματος (γιατί αὐτοὶ ἦταν προχωρημένης ἡλικίας κι ἐμεῖς οἱ νέοι μὲ σακατεμένη ὑγεία, αἱμοπτύσεις κ.λ,π.), πῆρε στὴν προσευχὴ του τὴν πληροφορία νὰ φύγουμε γιὰ τὴ Νέα Σκήτη, ποὺ ἦταν πιὸ χαμηλὰ καὶ πιὸ ὑγιεινὲς οἱ συνθῆκες διαβίωσης. Μείναμε γιὰ λίγο διάστημα μέσα στὴ σκήτη, στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους. Ὅμως τὸ καθεστὼς καὶ κάποιες διενέξεις δὲν μᾶς ἀνέπαυαν καὶ σὰν ἄνθρωποι εἰρηνικοὶ ἀποφασίσαμε νὰ φύγουμε. Ὁ ἡγούμενος ὅμως τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἀνήκει ἡ σκήτη, μᾶς παρεχώρησε δωρεὰν κάτι ἡσυχαστικὰ καλύβια ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ Σκήτη, τὰ ὁποία καὶ μᾶς ἀνέπαυσαν πλήρως, γιατί καὶ σχέσεις διοικητικῆς φύσεως δὲν θὰ εἴχαμε μὲ τὴ σκήτη καὶ τὸ τυπικό τῆς ἐρήμου θὰ μπορούσαμε νὰ τηρήσουμε. Καὶ πράγματι μέχρι τελευταία τὸ τηρήσαμε.



Μετὰ τὴν πολυχρόνια πείρα του ὁ Γέροντας εἶχε καταλήξει ὅτι συμφέρει σὲ κάποιον νὰ βρεῖ ἕνα πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ νὰ μπεῖ σὲ ἕνα πρόγραμμα μὲ λίγους κόπους πάνω στὰ σωματικὰ καὶ νὰ ἔχει ἕνα τυπικὸ πάνω στὸ θέμα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐγκράτειας. Αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ βρήκαμε, ὅταν κατεβήκαμε στὴ Νέα Σκήτη. Τηρήσαμε ἀκριβῶς τὸ τυπικό μας, τὴν τάξη μας, τὴν προσευχή μας, τὶς λειτουργίες, κάθε μέρα τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀκρίβεια στὶς ὁμιλίες καὶ ζούσαμε πάρα πολὺ ὄμορφα, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς ἔκρινε, ἀποφάσισε καὶ πῆρε τὸν Γέροντα στοὺς Οὐρανούς.



Τὴ μνήμη τῆς ἐξόδου ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε μὲ τὴν διήγηση διαφόρων Ἱστορικῶν γεγονότων νὰ μᾶς τὴν ἐμφυτεύσει πολὺ βαθιά, γιὰ νὰ ἔχουμε ἀδολεσχία πνευματικὴ καὶ γιὰ νὰ λεπτύνει ἡ συνείδησή μας πρὸς καλύτερη αὐτοκριτική, τὴν ὁποία ἐπιμελέστατα ἐφρόντιζε κι ὁ Γέροντας, κυρίως τὸ βράδυ. Μᾶς ἔλεγε ὅτι κάθε βράδυ στὴν ἀγρυπνία ἐξέταζε σὲ τί ἔσφαλε, ποιὸ πάθος κινήθηκε τὴν ἡμέρα, ποιοὶ λογισμοὶ πέρασαν ἀπ’ τὸ νοῦ του κι ἀμέσως, ὅπου ἔβλεπε ὅτι ἔσφαλε, ζητοῦσε συγχώρηση κι ἔπαιρνε ἀπόφαση γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα καὶ ἀνάλογον γιὰ τὸ κάθε πάθος ἀγώνα τὴν ἑπόμενη μέρα. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἔκαμνε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἐξετάζει τὴ συνείδησή του, νὰ τὴν συμβουλεύεται καὶ νὰ τῆς κάμνει ὑπακοή. Κι ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν τὸν κατηγορεῖ σὲ τίποτε. Ἀπὸ δῶ ἡ παρρησία στὴν προσευχή, ἀπὸ δῶ ἡ σιγουριὰ γιὰ τὸν Παράδεισο. Τὸ ἴδιο συνιστοῦσε καὶ σέ μᾶς. Ὅταν κουραζόμαστε ἀπὸ τὴ νοερὰ προσευχή, μᾶς συνιστοῦσε μελέτη, θεωρία πνευματική, αὐτοκριτικὴ καὶ πάλι νὰ ἐπανερχόμαστε στὴ νοερὰ προσευχή. Καὶ οἱ διδασκαλίες διανθίζονταν μὲ διάφορα γεγονότα καὶ ἀνάλογα περιστατικὰ Πατέρων καὶ γνωστῶν μοναχῶν.



Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοιμηθεῖ ὁ Γέροντάς του ὁ γέρο-Ἐφραίμ, τὸν ρώτησε σὰν ἀρχάριος ποὺ ἦταν ἂν εἶχε πληροφορία ὅτι θὰ σωθεῖ. Ὁ γέρο-Ἐφραὶμ τοῦ ἀπάντησε πὼς νιώθει ὅτι ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ μόνον αὐτὸς θὰ πήγαινε στὰ ἀριστερά τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ δικαιολογοῦσε ὕστερα αὐτὸ ὁ Γέροντας λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ προφύλαξει τὸν ἄνθρωπο στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια, τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται πολὺ ἁμαρτωλός.



Μία συνοδεία εἶχε φιλικὲς σχέσεις μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὸν Γέροντα Ἀρσένιο καὶ τοὺς ἐπισκέπτονταν γιὰ συμβουλὲς καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια. Ὁ π. Ἰωαννίκιος, ὁ νεώτερος ἀδελφός τῆς συνοδείας, ἕνα χαριτωμένο, γεροδεμένο παιδὶ ἀπέκτησε πιὸ στενὴ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὸν συμβουλευόταν σὲ θέματα προσευχῆς. Οἱ συμβουλὲς τοῦ Γέροντα εἶχαν ἀποτέλεσμα μέσα του καὶ σὲ λίγο ἡ προσευχὴ ἄρχισε νὰ λέγεται ἄνετα καὶ νὰ τοῦ δημιουργεῖ καρδιακὴ θέρμη, ὁπότε ὁ νέος μοναχὸς ἐπιδόθηκε ὁλόψυχα σ’ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἐργασία. Τὸ Θέλημα ὅμως τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ μοναχὸς αὐτὸς νὰ φύγει ἐνωρὶς ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἀνίατη καὶ θανατηφόρα. Οἱ τῆς συνοδείας του τὸν περιποιόνταν στὰ σωματικά, ἀλλὰ καὶ τὸν προετοίμαζαν γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος, ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ π. Ἰωαννίκιος δὲν μποροῦσε πλέον λόγω γενικώτερης κατάπτωσης τῶν δυνάμεών του νὰ ἀνηφορίζει μέχρις αὐτόν, προσφέρθηκε νὰ κατεβαίνει ὁ ἴδιος τὴ νύχτα, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας μὲ τὸ κομποσχοίνι, ὥστε νὰ τὸν βλέπει, νὰ τὸν τονώνη καὶ νὰ τὸν προετοιμάζει γιὰ τὴν ἔξοδο.



Ὅταν πλέον ὁ Γέροντας διαπίστωσε ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ εἶπε, ὅταν θὰ ἀνηφορίζει πρὸς τὰ πάνω μὲ τὸν ἄγγελό του, νὰ περάσει νὰ τὸν χαιρετήσει. «Νὰ ’ναι εὐλογημένο Γέροντα», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ ὑποτακτικοῦ. Σὲ λίγες μέρες κι ἐνῶ ὁ Γέροντας μὲ τὸν π. Ἀρσένιο κάθονταν ἔξω κι ἔφτιαχναν σταυρουδάκια, πέρασε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Ὁ Γέροντας τὸν αἰσθάνθηκε, τὸ εἶπε στὴν συνοδεία καὶ σὲ λίγο ἀκούστηκε κάτω ἀπὸ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν αὐτῶν τὸ καμπανάκι, δηλωτικό τοῦ θανάτου τοῦ π.Ἰωαννικίου. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸν Γέροντα, παρὰ τὸ ὅτι τὸν εἶχε Γέροντα μόνον «δυνάμει».



Λίγες μέρες πρὸ τῆς δικῆς του κοιμήσεως πρὸς νουθεσία μου καὶ βοήθεια πνευματικὴ ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Παιδί μου νιώθω μέσα μου ὁλόκληρο Παράδεισο. Χάρι πολὺ μεγάλη, εὐλογία Θεοῦ. Βλέπεις οἱ κόποι τῆς νεότητος τί κέρδος ἔφεραν. Βλέπεις ὅτι τίποτε δὲν πῆγε χαμένο; Τὸ κάθε τι τὸ μέτρησε ὁ Θεός. Καὶ γιὰ ἕνα ποτήρι νερὸ ἀξιώνεται μισθοῦ ὁ Χριστιανός. Πολλῷ μᾶλλον οἱ κόποι οἱ μοναχικοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τυγχάνουν ἀνταποδόσεως ἐδῶ μὲν μὲ χάρη καὶ εὐλογία, στὸν ἄλλο κόσμο κατατίθενται στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἀπέλθη ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ὅλο αὐτὸ τὸ ποσὸν θὰ τὸ «σηκώσει», ὅταν βρεθεῖ ἐπάνω στὸν ἄλλο κόσμο. Δηλαδὴ οἱ καταθέσεις τῶν κόπων τὸν περιμένουν καὶ ἀνάλογα τοῦ ποσοῦ ποὺ θὰ ἔχει ἀπ’ ἐντεῦθεν κατατεθεῖ ἐκεῖ θὰ γίνει καὶ ὁ ἄνθρωπος πλούσιος ἐν τῷ Παραδείσῳ».



Τέλος ἦλθε καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς του. Τὸν θάνατο τὸν ἀνέμενε σ’ ὅλη του τὴν ζωή. Γιατί ἡ παραμονὴ του ἐδῶ ἦταν ἀγώνας καὶ κόπος καὶ πόνος. Λαχταροῦσε ἡ ψυχὴ του ἀνάπαυση, καὶ τὸ σῶμα του ἐπίσης. Καὶ σ’ ἐμᾶς, παρ’ ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μᾶς εἶχε ἐμφυτεύσει ἔντονη τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, μᾶς ἔκανε πολὺ δυνατὴ ἐντύπωση ἡ ἐξοικείωσή του μὲ τὸ φοβερὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Ἔδειχνε ὅτι ἑτοιμάζεται γιὰ πανηγύρι. Τόσο ἡ συνείδησίς του τὸν πληροφοροῦσε γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως τὶς τελευταῖες μέρες ἔκλαψε πάλι πέραν τοῦ συνηθισμένου. Τοῦ λέει ὁ γέρο- Ἀρσένιος, νὰ τὸν παρηγόρησει: «Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχὴ ἔκανες σ’ ὅλη σου τὴ ζωή, τόσα κλάματα, πάλι κλαῖς;». Τὸν κοίταξε ὁ Γέροντας καὶ ἀναστέναξε: «Ἔ, γέρο-Ἀρσένιε! Ἀλήθεια εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἶμαι. Μήπως γνωρίζω ἂν ἦσαν ἀρεστὰ ὅσα ἔπραξα στὸ Θεό μου; Αὐτὸς Θεὸς εἶναι- δὲν κρίνει καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Καὶ μήπως θὰ ξαναγυρίσουμε πάλι ἐδῶ, γιὰ νὰ κλάψουμε; Τώρα ὅ,τι προλάβει ὁ καθένας μας. Ὅσο πενθήσει καὶ κλάψει, τόσο θὰ παρακληθεῖ».



Σᾶς ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγία μας. Ἦταν ἀνωτέρα κάθε περιγραφῆς. Μόνο ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε λοιπὸν ἀπὸ καιρὸ νὰ τὸν πάρει, νὰ ξεκουρασθεῖ. Καὶ τὸν εἰσήκουσε. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν γιὰ τὴν ἀναχώρησή του. Μὲ κάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ εἶπε τί νὰ ἑτοιμάσουμε.



Τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του —14 Αὐγούστου 1959 — πέρασε νὰ τὸν δεῖ ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλο, μὲ τὸν ὁποῖον ἦταν πολὺ γνώριμοι. «Τί κάνετε, Γέροντα, τοῦ λέγει, πῶς πάει ἡ ὑγεία σας;» «Αὔριο φεύγω, Σωτήρη. Ὅταν ἀκούσεις τὶς καμπάνες, νὰ θυμηθεῖς τὸν λόγο μου».



Τὴν ἄλλη μέρα στὴ λειτουργία τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας ἔψαλε μὲ κόπο τὸ Τρισάγιο καὶ τὴν ὥρα ποὺ κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε: «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου». Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας παρέμενε καθισμένος (λόγω δύσπνοιας) στὴ μαρτυρική του πολυθρονίτσα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας, περιμένοντας τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμή. Ἦταν σίγουρος γιὰ τὴν πληροφορία ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥρα νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιο νὰ ἀνεβαίνει τοῦ ἦλθε κάτι σὰν στενοχώρια, σὰν ἀγωνία γιὰ τὴν καθυστέρηση. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρει; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ ἀδημονεῖ τοῦ λέω μὲ θάρρος: «Γέροντα, μὴ στενοχωρῆστε. Τώρα ἐμεῖς θὰ κάνουμε εὐχὴ καὶ θὰ φύγετε». Τότε σταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι καὶ ἔντονη τὴν εὐχή. Δὲν πέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοια, διότι φεύγω». Βάλαμε τὴν τελευταία μετάνοια. Μετὰ ἀπὸ λίγο σήκωσε τὰ μάτια του ψηλὰ καὶ κοιτοῦσε ἐπίμονα γιὰ δύο περίπου λεπτά. Κατόπιν γυρίζει καὶ λέει: «Ὅλα τελείωσαν. Φεύγω. Εὐλογεῖτε!». Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δύο-τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια καὶ αὐτὸ ἦταν! Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὸ αἴσθημα ποὺ κυριαρχοῦσε τότε μέσα μας. Μπροστὰ μας εἴχαμε νεκρὸ καὶ μέσα μας ζούσαμε ἀνάσταση. Κι ἀπὸ τότε αὐτὸ τὸ αἴσθημα συνοδεύει πάντοτε τὴν μνήμη τοῦ Γέροντα μέσα μας.



Τώρα ἐπάνω ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, βλέπει πιὸ καθαρὰ τὰ πράγματα πῶς γίνονται. Μᾶς βλέπει πῶς ἐργαζόμεθα. Προσεύχεται, πρεσβεύει, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φροντίζει κάπως περισσότερο, γιατί ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν ἄσκηση τὴ δική του. Βλέπει τοὺς κινδύνους ποὺ διερχόμεθα, τὶς ἀτασθαλίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σφάλματά μας, βλέπει τόσα καὶ τόσα καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ γίνει ἴλεως. Εἴθε οἱ εὐχές του νὰ μὴ πάψουν ποτὲ νὰ μᾶς σκεπάζουν ὅλους μας στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καὶ στὸν ἀγώνα μας γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.





* Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Τὰ σωζόμενα ἄσκητιχα, Λόγος ΜΣΤ

0 Comments:

Post a Comment