«Πατέρα, συχώρεσέ με!»
Από εδώ

Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός, η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.

Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.
Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.

Πηγή: Εικόνες θλίψης & απόγνωσης (όχι τυχαία ασφαλώς!)

Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά: «Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»! «Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!

***

Επίλογος του blog μας: το παραπάνω post είναι σχόλιο στην περίφημη Παραβολή του Ασώτου Υιού, που διαβάζεται στη λειτουργία τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου (για το Τριώδιο δες αναλυτικά εδώ). Δηλ. την "Κυριακή του Ασώτου".
Την παραβολή αυτή, όπως την είπε ο Χριστός και καταγράφηκε στο ευαγγέλιο, δες την στην πηγή του post. Eίναι από τα πιο επαναστατικά κομμάτια της διδασκαλίας του Χριστού, αληθινό σκάνδαλο για τους πιο πολλούς από μας, τουςυποκριτές ηθικολόγους και δήθεν δίκαιους: η απόλυτη συχώρεση του αμαρτωλού, που αποκαθίσταται στη θέση του με τιμές, που δεν τις είχε γνωρίσει ποτέ ο αδελφός του, που ήταν "πάντα ενάρετος".
Μόνο που, όποιος θυμώνει ενάντια στον Πατέρα που τόσο εύκολα συγχώρεσε τον άσωτο υιό του (δηλ. το γιο που είχε φάει τα λεφτά της κληρονομιάς σε γλέντια και πόρνες - ενώ μάλιστα ο Πατέρας ζούσε ακόμα), ξεχνάει δύο πράγματα:
1) Ότι η ανθρώπινη ιδέα της "δικαιοσύνης" και των "δικαιωμάτων", που δήθεν ΠΡΕΠΕΙ να τα διεκδικούμε με κάθε μέσο και κάθε θυσία, είναι πολλές φορές μια ιδέα απάνθρωπης σκληρότητας. Ο Χριστός λέει κάτι άλλο: αγάπη στον αμαρτωλο, αντί για δικαιοσύνη, και παραχώρηση των δικαιωμάτων μου αντί για διεκδίκησή τους (μόνο τα δικαιώματα του αδικημένου συνανθρώπου του διεκδικεί έντονα ο πνευματικά προοδευμένος χριστιανός -π.χ. οι άγιοι- κι όχι τα δικά του). ΔΕ μπορώ να το κάνω αυτό; Εντάξει, αλλά τουλάχιστον να μη μισώ αυτόν που μου στερεί τα δικαιώματά μου (ακόμα κι όταν αγωνίζομαι γι' αυτά) και να μη νομίζω πως "καλά κάνω" και πως είμαι ο σούπερ σωστός - με το κριτήριο του Χριστού φυσικά, γιατί με των ανθρώπων... όσο πιο σαρκοφάγο είμαι τόσο πιο πολύ με ζηλεύουν. Ή όχι;
2) Ότι εγώ, ο απίστευτος εγωιστής, που δε βλέπω το ηθικό μου χάλι και περνιέμαι για αναμαρτητος (ή για αμαρτωλός μεν, αλλά "δικαιολογημένος" αφού "έτσι κάνουν όλοι"), δε μοιάζω με τον "ενάρετο" αδελφό, αλλά ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΩΤΟ!ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΑΣΩΤΟΣ. Κι ευτυχώς, κακόμοιρε εαυτέ μου, που ο Πατέρας δέχεται τόσο εύκολα πίσω τα παραστρατημένα και ηλίθια παιδιά του! Είναι η τελευταία μου ελπίδα να μην ψοφήσω μέσα στις αμαρτίες μου! Μην ακούς το διάβολο, που σου ψιθυρίζει πως είσαι ο ενάρετος - ο άσωτος είσαι, και τρέξε γρήγορα στον Πατέρα (όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όπου κι αν έχεις φτάσει), να σωθείς.
Έτσι καταλαβαίνεις, φίλε μου, και γιατί κάποιοι άνθρωποι στο τέλος θα βρεθούνε στην κόλαση: όχι γιατί ο Θεός τους "τιμωρεί", αλλά γιατί δε γουστάρουνε τον αδελφό-συνάνθρωπό τους, που τον απορρίπτουν ως αμαρτωλό, και τώρα τον βλέπουν στον παράδεισο (επειδή μετανόησε) και μουλαρώνουν! [Για το τι είναι η κόλαση κατά τους αγίους Πατέρες θα ήθελα να δεις εδώ].

Ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος (από εδώ). Ρώσος ζωγράφος στο Παρίσι, άθεος κ.τ.λ., μετά μοναχός στο Άγιο Όρος, μαθητής του αγίου Σιλουανού, ταξιδιώτης στην Ευρώπη ως ιερέας και πνευματικός και τελικά ιδρυτής της μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ (Αγγλία) - μικτής μονής, με μοναχούς και μοναχές και υψηλή πνευματική ζωή.

Νιώθοντας άσωτος ο ίδιος, μετά από 8 χρόνια αθεΐας και ενασχόλησης με τονανατολικό μυστικισμό, ο κατοπινός μέγας και άγιος Γέροντας ΣωφρόνιοςΣαχάρωφ πήγε να εξομολογηθεί. Και γράφει για τη στιγμή εκείνη στο βιβλίο τουΑγώνας Θεογνωσίας:
…Θυμάμαι τι μου συνέβη, όταν για πρώτη φορά με αληθινή συντριβή για τις αμαρτίες μου πήγα για εξομολόγηση. Όλη η ζωή που έζησα ορθώθηκε μπροστά μου ως αδικία από την αρχή ώς το τέλος. Όταν συνάντησα τον ιερέα, δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου από τη θλίψη, τα δάκρυα, τον καρδιακό πόνο, αλλά μόνον έκλαιγα.
Και πιστέψτε με, πριν ακόμη αρχίσω να μιλώ για τις αμαρτίες μου, ο Ίδιος ο Κύριος «εξήλθε προς συνάντησίν μου» και έπεσε στον τράχηλό μου και με καταφίλησε, και ήμουν γι’ Αυτόν αγαπητός, χωρίς να περιμένει από μένα πότε θα πω «συγχώρησον», όπως και στην παραβολή ο άσωτος είπε «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου», όταν ήδη ο Πατέρας τον δέχτηκε στην αγκαλιά Του.
Κατηγορούσα τον εαυτό μου για όλα. Ο Κύριος όμως δεν πρόφερε ούτε ένα λόγο μομφής· μόνο χαιρόταν «ότι ο υιός αυτός απολωλώς ην και ευρέθη, νεκρός ην και ανέστη». Τι νύχτα ήταν εκείνη! Μου είναι αδύνατο να τη διηγηθώ. Πόσο μας αγαπά ο Κύριος!
Ποτέ δεν είναι αργά, αδελφέ. Ποτέ δεν είναι αργά, εαυτέ μου!... Ο Πατέρας περιμένει. Όπου κι αν έφτασες ή όπου κι αν φτάσεις στο μέλλον, ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙΣ.
Α, μην το ξεχάσω: επειδή είναι ΦΟΒΕΡΑ ΔΥΣΚΟΛΟΣ ο δρόμος της επιστροφής, η Εκκλησία σου έχει χαρίσει ένα βοηθό: τον εξομολόγο ("πνευματικό"). Αυτός είναι ο δρόμος. Για την εξομολόγηση μην ξεχάσεις, σε παρακαλώ, να δεις αυτό καιαυτό (του σημαντικού πνευματικού συγγραφέα π. Μωυσή του Αγιορείτη), απ' το οποίο επικολλάω μια παραγραφούλα:
Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων» [=επειδή θα λογοδοτήσει στο Θεό για τους ανθρώπους], με γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.

0 Comments:

Post a Comment