Η δύναμη της Νοεράς Προσευχής




Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης



«Τρίτη εὐχὴ καὶ γίνεται ἄφαντος»

Στὸ σπίτι μας παραπάνω καθόταν ἕνας καλόγηρος καί, κρίσις Θεοῦ, ἤτανε δαιμονισμένος. Οἱ γέροι δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρχονται κάτω στὸ σπίτι μας, νὰ μεταλάβουν, καὶ πήγαινα ἐγὼ στὸ σπίτι τους ἀπάνω, ποὺ εἶναι ὁ πάτερ – Γεδεὼν ἐκεῖ ἀπάνω, καὶ τοὺς μεταλάμβανα. Πήγαινα στὸ Ἱερό, ἔβγαζα τὸ Ἀρτοφόριο, ἐρχόντουσαν οἱ γέροι στὴν Ὡραία Πύλη ἐκεῖ καὶ τοὺς μεταλάμβανα. Αὐτός μοῦ ’λέγε: «ὁ διάβολος ἐκεῖ κάθεται στὴν ἄκρη, στὴ Λιτή». Τοῦ λέω: «Τὸν βλέπεις;» «Τὸν βλέπω», λέει. Καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι: «Ὅταν λέω τὴν εὐχὴ ταράττεται ὁ διάβολος, ὅταν λέω δεύτερη φορὰ ἀφρίζει· τὴν τρίτη εὐχὴ ἄφαντος γίνεται!» Νὰ ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ ποὺ λένε τὰ βιβλία μας ὅτι:

-Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, πὲς τὴν εὐχή.

-Μὰ λέω καὶ δὲν καταλαμβάνω τίποτες.

-Δὲν καταλαβαίνεις, λέει, ἐσύ, ἀλλὰ ὁ διάβολος καταλαβαίνει καὶ φεύγει.

Νά, σ’ αὐτὸν τὸν καλόγηρο. Ἄ, νὰ ποῦμε καὶ τὸν ἄλλο μὲ τὸ καλάθι. Ἕνας ὑποτακτικός, σὰν ὁ Γέροντας τώρα, λέει στὸν πάτερ-Ἀρσένιο:

- Λέγε τὴν εὐχή.

- Λέω τὴν εὐχή, δὲν καταλαβαίνω τίποτε.

- Ὁ διάβολος καταλαβαίνει καὶ φεύγει.

- Ἔ, καὶ ποῦ θὰ καταλάβω ἐγώ;

- Ἔ, καλά, παιδί μου, θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα;

- Ναί, θαῦμα θέλω νὰ δῶ, Γέροντα.

- Καλά, τοῦ λέει, θὰ προσευχηθῶ στὸ Θεὸ νὰ σοῦ δείξει θαῦμα, νὰ καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. (Τὰ γράφουν τὰ πατερικὰ βιβλία).

- Καλά.

Ἔκανε προσευχὴ ὁ Γέροντας, ἔκανε καὶ νηστεία, τριήμερο νηστεία.

- Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου, τώρα, πάρε τὸ καλάθι, πήγαινε ἀπάνω στὴ βρύση νὰ τὸ γιομίσεις νερό.

- Γέροντα, μὲ συγχωρεῖς, ἐγώ, λέει, τὰ μυαλά μου τὰ ’χω, τὸ καλάθι θὰ γιομώσω νερὸ ἔξω;

- Καλά, παιδί μου, δὲν εἶπες ὅτι θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα; Νὰ δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Δὲν Θέλεις;

- Ναί, λέει.

- Ἔ, κάνε αὐτὸ πού σοῦ λέω, ἀλλὰ θὰ λὲς τὴν εὐχή, ὅλο τὴν εὐχὴ θὰ λές,

- Νὰ ’ναὶ εὐλογημένο.

Πάει. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», βάζει τὸ καλάθι στὴ βρύση ἀπὸ κάτω. Τὸ νερὸ γιομίζει τὸ καλάθι, δὲν τρέχει τὸ καλάθι, ἀλλὰ λέει τὴν εὐχή. Ἐννοεῖται ὁ Γέροντας στὸ δωμάτιο προσευχόταν νὰ δείξει ὁ Θεὸς θαῦμα στὸν παραγιό του. Τὸ γιόμωσε τὸ καλάθι.

Μόλις τὸ εἶδε, τρέχει λοιπὸν νὰ τὸ δείξει στὸν Γέροντα. «Γέροντα, γιόμωσε τὸ καλάθι νερό!» Στὸν δρόμο λοιπὸν φανερώνεται ὁ διάβολος μὲ μορφὴ ἀνθρωπινή, λέει:

- Καλόγερε, ποῦ πᾶς;

- Πάω στὸν Γέροντά μου.

- Πῶς σὲ λένε;

- Γεώργιο.

- Πόσα χρόνια ἔχεις καλόγερος;

- Πέντε-ἕξι.

- Τί δουλειὰ κάνεις;

- Σφραγίδια.

Πάει, ἔφυγε τὸ νερὸ κάτω! Ἔπιασε τὴν ἀργολογία, ἄφησε τὴν εὐχή, πῆγε στὸν Γέροντα μὲ ἄδειο τὸ καλάθι!

- Τί συμβαίνει, παιδί μου;

- Γέροντα, ἔτσι κι ἔτσι.

- Ἄφησες τὴν εὐχή, παιδί μου, γι’ αὐτὸ ἔφυγε τὸ νερό. Βλέπεις ὅταν ἔλεγες τὴν εὐχή, τὸ καλάθι κρατοῦσε τὸ νερό, ὅταν σταμάτησες κι ἄρχισες τὴν ἀργολογία, ἔφυγε τὸ νερό.

«Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι πάντοτε γλυκό, εἶναι καὶ πικρὸ»

Ἄχ, τί νὰ σᾶς πῶ τώρα. Νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτό, καίτοι αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπόρρητο τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σας, νὰ ποῦμε, γιατί κι ἐσεῖς ἀνιψάκια μου εἴσαστε, θὰ σᾶς τὸ πῶ.

Τὸ ἔκζεμα τὸ ὁποῖο ἔχω, αὐτὴν τὴ πληγὴ ποὺ ἔχω στὸ ποδάρι, τὸ ’χω ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα ποὺ πέρασε ἡ ἡλικία, περισσότερο ἐπιδεινώθηκε τὸ πράγμα. Καθήμενος στὸ κρεβάτι, τὸ ὀνομάζω τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἐγώ. Διότι νὰ καθίσω ὅπως καθόσαστε ἐσεῖς, δὲν μπορῶ. Θὰ καθίσω λίγο, δὲν μπορῶ, κατεβαίνουν τὰ αἵματα καὶ πονάει περισσότερο ἡ πληγή, ἐνῶ ἔτσι, τρόπον τινα, ἂν βάλεις κι ἕνα μαξιλάρι ἔτσι καὶ σηκώνεις λιγάκι τὸ ποδάρι πιὸ ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τὰ αἵματα καὶ ἐλαφρώνεται ὁ πόνος. Ἔ, τὴ νύχτα προσπαθῶ ἔτσι νὰ ἐλαφρώσω τὸν πόνο.

Ἀλλὰ καθήμενος ἐδῶ μοῦ δημιουργήθηκε καὶ κύστη κόκκυγος. Ὅταν τὸ σκέπτεσθε αὐτό, εἶναι τὸ πλέον φρικωδέστερο, νὰ ποῦμε. Διότι εἶναι… ἔχει πολὺ πόνο! Πῶς νὰ καθίσεις, βρὲ παιδί μου; Πῶς νὰ καθίσεις; Στὸ κρεβάτι κάθεσαι. Θὰ καθίσεις λίγο ἔτσι, θὰ καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι ἀριστερά. Ὑπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιὰ ὁ γλουτὸς ἐκεῖ σὲ πονάει, μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα σὲ πονάει, ὄχι μόνο σὲ πονάει, σὲ τσούζει, σὲ προειδοποιεῖ ὅτι θ’ ἀνοίξει πληγή. Γυρίζεις ἀριστερά. Πάλι μισὴ ὥρα ποὺ κάθεσαι ἀριστερά, πάλι σὲ τσούζει, σὲ πονάει, σὲ εἰδοποιεῖ ὅτι θ’ ἀνοίξει πληγή. Μὰ ἐδῶ θ’ ἀνοίξει πληγή, δεξιὰ θ’ ἀνοίξει πληγή, ἀριστερὰ θ’ ἀνοίξει πληγή, ἔτσι ἀνάσκελα ποὺ κάθεσαι πάλι πληγὴ προμηνύεται, τότες ἐγὼ πῶς νὰ καθίσω; Δοκίμασα νὰ καθίσω μπρούμυτα, μὰ μπρούμυτα μπορεῖς νὰ καθίσεις;

Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ὡσότου μιὰ φορὰ δὲν ἄντεξα κι ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση! Μόνο ποὺ τὸ σκέπτεσαι, ἡ ἀπόγνωση εἶναι φρίκη, εἶναι γεύση κολάσεως, γεύση γεέννης, νὰ ποῦμε. Σὰν νὰ ἔχω τώρα τοῦτα ἐδῶ, πῶς νὰ περπατήσω, νὰ πηδήξω νὰ βγῶ ἀπ’ ἔξω, πῶς νὰ τὸ κάνω νὰ φύγω, πῶς νὰ βγῶ; Μὲ κράτησε ἕξι ἕως ἑφτὰ λεπτά.

Μέσα στὸν πόνο, μέσα στὴν ἀπόγνωση, μέσα στὴν ἀπελπισία ποὺ βρισκόμουνα, στὴ συνοδεία μου δὲν ἔλεγα τίποτες. Μία λεπτὴ φωνὴ ἄκουσα, σὰν αὔρα λεπτή, νὰ ποῦμε, ὅτι: «Ἔτσι σὲ θέλει ὁ Θεός». Μὲ αὐτὸ ἔτσι σὰν νὰ πῆρα μιὰ βαθιὰ ἀναπνοή· ἔ, νὰ ’ναι εὐλογημένο, ἀφοῦ μὲ θέλει ὁ Θεός, νὰ ’ναι εὐλογημένο· μὰ δῶσ’ μου καὶ ὑπομονή, γιατί δὲν ἀντέχω ἐγὼ τώρα.

Τί νὰ κάνω, νὰ βγῶ ἔξω νὰ κάνω ἐγχείρηση; Ὅλοι σοῦ λένε, ἐγχείρηση νὰ κάνεις, ἐγχείρηση νὰ κάνεις. Πῶς νὰ βγῶ ὅμως; Ἐδῶ θὰ μπῶ στὸ αὐτοκίνητο, θὰ πάω, ἀλλὰ καὶ στὸ αὐτοκίνητο δὲν σὲ τραντάζει; Σηκώνομαι ἀπελπισμένος ἔτσι καὶ πηγαίνω στὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας, καὶ τὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας κι αὐτὸ θαυματουργὸ εἶναι· πῆρα λίγο βαμβάκι κι ἔρχομαι στὸ δωμάτιο, ἀλείβω τὸ μέρος ποὺ εἶναι ἡ κύστη κόκκυγος καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά τοὺς γλουτοὺς τὴν πρώτη μέρα. Τὴ δεύτερη μέρα πάλι, τὴν τρίτη μέρα ἄφαντα γίνηκαν ὅλα. Θαυματούργησε ἡ Παναγία! Τώρα κάθομαι ὧρες ὁλόκληρες, δὲν μὲ πονάει οὔτε γλουτὸς οὔτε κύστη κόκκυγος.

Καὶ εἶναι σὰν μία βεβαίωση, νὰ ποῦμε, αὐτὰ τὰ βιβλία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ λένε -καὶ τὸ πρῶτο καὶ τὸ δικό σας καὶ τοῦ Φιλοθεΐτη- ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Ὑπομονή. Σ’ ὅλο τὸ βιβλίο ἀναπτύσσεται, τὸ ρητὸ «ὑπομονὴ στὶς θλίψεις». Καὶ τὸ παίρνει ὁ Γέροντάς σας καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸ ἀναπτύσσει σὲ διάφορες λεπτομέρειες.

Ναί, ἀλλὰ ἡ Σκέπη τῆς Παναγίας πάντα ὑπάρχει, ἄλλα δὲν τὴ βλέπουμε. Τότε τὴ βλέπουμε, ὅταν πρόκειται νὰ πέσουμε μέσα στὸ χάος, στὴν ἄβυσσο. Ὅταν πρόκειται νὰ πέσουμε, τότε βλέπουμε τὴ Σκέπη τῆς Παναγίας ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ νὰ πέσουμε σὲ αὐτὴ τὴν καταβόθρα.

Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ κυριότερο ὅταν σταμάτησε, τὴν τρίτη μέρα ποὺ ἔφυγαν οἱ πόνοι ὅλοι, μία χαρὰ κυκλοφόρησε μέσα μου, σὰν μία πληροφορία ὅτι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν πολλήν Του ἀγάπη, τὴν ἄμετρο ἀγάπη Του, τὴν φανέρωσε στὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν πληγὴ κάτω στὸ ποδάρι. Καὶ δὲν χόρταινα νὰ εὐχαριστῶ, νὰ δοξάζω, νὰ ὑμνολογῶ, νὰ εὐγνωμονῶ τὸν Θεὸ πού μοῦ ’δωσε τὴν πληγή. Ὡς δεῖγμα τῆς ἀγάπης Του μοῦ ’δωσε τὴν πληγὴ αὐτὴ στὸ ποδάρι. Δὲν χόρταινα, μέρα-νύχτα χαιρόμουνα καὶ δοξολογοῦσα: «Ἡ ἀγάπη Σου ἡ μεγάλη σ’ αὐτὸ φανερώθηκε· μὰ πῶς νὰ Σὲ δοξολογήσω, μὰ πῶς νὰ Σ’ εὐχαριστήσω, μὰ πῶς νὰ πῶ; Ἡ ἀγάπη Σου ἔμενα τὸν ἐλεεινό, τὴν βρῶμα, ὁ Θεὸς ὁ ἄπειρος, τὸ Αἰώνιον, τὸ Ἀτελεύτητον, ἐμένα ἀγάπησες; Μὰ τί εἶδες σὲ μένα; Δοξάζω τὴν Δόξα, δοξάζω τὸ Ἐλεῆμον, τὸ Οἰκτῖρμον», ἔλεγα, τώρα δὲν μπορῶ νὰ πῶ τέτοια ὥρα, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅπως ἔλεγα τότε. Τρεῖς μέρες, μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες σταμάτησε.

Γι’ αὐτὸ καλὰ εἶναι οἱ θλίψεις, καλὰ εἶναι τὰ βάσανα, καλὰ εἶναι οἱ στενοχώριες, ξέρει ὁ Θεὸς γιατί τὶς δίνει. Γιατί ἔτσι περισσότερο πλησιάζουμε στὸ Θεό, μὲ τὶς θλίψεις, μὲ τὰ βάσανα. «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν Σου», λέει (Ἠσ. 26, 16). Μὲ τὶς θλίψεις πλησιάζουμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀφαιρεῖ τὶς θλίψεις; «ὁ φεύγων πειρασμὸν ἐπωφελῆ, φεύγει ζωὴν αἰώνιον». Ἔτσι εἶναι.

Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἀπελπίζεται, νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἀπόγνωση γιὰ τὴ μία ἀποτυχία. Διότι δὲν γνωρίζεις ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὸ γνωρίσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνεις ὑπομονή, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι πάντοτε γλυκό, εἶναι καὶ πικρό! «Τὸ ποτήριον, οὐ μὴ πίω αὐτό;» λέει. «Δὲν θὰ τὸ πιῶ τὸ ποτήρι, Πέτρο;» λέει. «Θὰ τὸ πιῶ τὸ ποτήρι», καὶ τὸν ὀνόμασε καὶ σατανᾶ, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, τὸ ποτήριον ὅ δέδωκε ὁ Πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;» (Ἰω. 18, 11). Ἔτσι εἶναι. Ναί, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Σταυροῦ ἦρθε ἡ Ἀνάστασις. «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»• διὰ μέσου του Σταυροῦ.

Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπαινεῖ τὸν Ἰὼβ ὄχι στὸν πρότερό του βίο, ποὺ ἦταν ἐλεήμων, οἰκτίρμων, ποὺ ἦταν φιλόξενος, ποὺ ἦταν τῆς προσευχῆς ἄνθρωπος, ὄχι. Τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε εἰς τὴν μεγάλη δοκιμασία ποὺ τοῦ παραχώρησε ὁ Θεός, στὸν πειρασμό, στὴν ἀσθένειά του. Ἡ ἀσθένεια αὐτὴ ἔκζεμα ἦταν, ὅλο τὸ σῶμα του τὸ ’ξυνε κι ἔβγαζε, πῦον. Ἐκεῖ ἐπαινεῖ περισσότερο ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὸν Ἰώβ. Ἀλλὰ «τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε» (Ἰακ. 5, 11).



www.agiazoni.gr

0 Comments:

Post a Comment