Ὄχι στήν ἀπελπισία
Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται
Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰσωθεῖ μὲ τὴ μετάνοια.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαγχνικὸς ὅσο ὁ Θεός. Τὸν ἀμετανόητο ὅμως οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ. Πολὺλυπόμαστε ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες. Τὶς αἰτίες τους ὅμως μὲ εὐχαρίστηση τὶς δεχόμαστε».
Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
Πρόσεχε, ἀδελφέ, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ φέρνει τὴ λύπη στὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ εἶναι φοβερὴ ἡ καταδίωξη ποὺ σοῦ κάνει, μέχρι νὰ σὲ ρίξει κάτω. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ἀντίθετα, εἶναι χαρὰ γιὰ σένα, γιατὶ βλέπεις τὸνἑαυτό σου νὰ στέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει: «Ποῦ θὰ πᾶς γιὰ νὰ ξεφύγεις; Μετάνοια δὲν ἔχεις!», αὐτὸς εἶναι ἐχθρός, ποὺ πασχίζει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴνἐγκράτεια.
Γιατὶ ἡ κατὰ Θεὸν λύπη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ἐπιθετικὴ ὁρμή, ἀλλὰ εἰρηνικά, καὶ τοῦ λέει: «Μὴ φοβᾶσαι. Ἔλα πάλι». Γνωρίζει, βλέπεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος, καὶ τὸν δυναμώνει. Μὲγενναιοφροσύνη ἀντιμετώπιζε τοὺς λογισμούς, καὶ θὰ σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι. Γιατὶ ὅποιον τοὺς φοβᾶται, τὸν λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τους. Ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, φανερώνεται σὲ τοῦτο: Νὰ μὴ μικροψυχήσουν ἂν συμβεῖ νὰ πέσουν, ἀλλὰ πάλι νὰ ρίχνονται στὸν ἀγῶνα. Καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σὲ τοῦτο: Ὁποιαδήποτε ὥρα ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸτὶς ἁμαρτίες του, τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, χωρὶς νὰ τοῦ λογαριάζει τὰ προηγούμενα σφάλματά του, ὅπως εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ (Λουκ. 15:11-32). Αὐτὸς ἄφησε τὴν τροφὴ τῶν χοίρων, δηλαδὴ τὰσαρκικά του θελήματα, καὶ γύρισε ταπεινωμένος στὸν πατέρα του.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε, προστάζοντας ἀμέσως νὰ τοῦ φορέσουν τὴ στολὴ τῆς ἁγνότητας καὶ τὸν ἀρραβῶνα τῆς υἱοθεσίας, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. (πρβλ. Ρωμ. 8:15, 23. Β´ Κορ. 1:22, 5:5. Ἐφ. 1:13-14). Γιατὶ ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλεήμων καὶ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶπε: «Ἀμήν,ἀμὴν λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἔχουμε τὸ τόσο μεγάλο ἔλεός Του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς εὐσπλαγχνίας Του, ἂςἐπιστρέψουμε κοντά Του μ᾿ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι Αὐτὸς θὰ μᾶς δεχθεῖ φιλάνθρωπα καὶ θὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀφοῦ ὅμως ἐπιστρέψεις, νὰ κυριαρχεῖς στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴν πέσεις σὲ ἀκηδία (δηλαδὴ σὲπνευματικὴ χαυνότητα) λέγοντας, «Πῶς μπορῶ ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, νὰ φυλάξω ὅλες τὶςἀρετές;». Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν σοῦ ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἀμέσως ἡ μετάνοιά του τὸν ἀναγεννάει καὶ τοῦ δίνει, σὰν σὲ βρέφος, γάλα ἀπὸ τοὺςἅγιους μαστούς της, καὶ τὸν ἀνατρέφει σὰν στοργικὴ μάνα.
Γιατὶ ὅσο τὸ βρέφος βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του, ἐκείνη τὸ φυλάει κάθε στιγμὴ ἀπὸ κάθε κακό. Κι ὅταν κλάψει, τοῦ δίνει ἀμέσως τὸ μαστό της. Μετά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχή του, τὸ χτυπάει λίγο-λίγο καὶ τὸ φοβερίζει, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἔστω κι ἀπὸ φόβο τὸ γάλα της καὶ νὰ μὴν ἔχει καρδιὰ ἀνυπότακτη.
Ἂν ὅμως βάλει τὰ κλάματα, τὸ σπλαγχνίζεται -γιατὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της βγῆκε- καὶ ἀρχίζει νὰ τὸπαρηγορεῖ καὶ νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ τὸ καλοπιάνει, ὥσπου νὰ δεχθεῖ τὸ μαστό της. Ἂν κάποιος δείξει στὸβρέφος χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ μαργαριτάρια ἢ ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἐκεῖνο τὰ
παρατηρεῖ βέβαια μὲ προσοχή, ὅσο ὅμως βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ὅλα τὰπαραβλέπει προκειμένου νὰ θηλάσει.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς φροντίσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Ἂς μείνουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς μετάνοιας καὶ ἂς θηλάσουμε γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της. Ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς θρέψει κι ἂς σηκώσουμε τὸν παιδευτικὸ ζυγό της, ὥσπου ν᾿ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ κάνουμε πιὰ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4:13).
Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ
Πρόσεχε, ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει μὲ διάφορους τρόπους τοὺς ἀγωνιστές. Καὶ πρὶν μὲν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρὸς τὴ δείχνει στὰ μάτια τους πολὺ μικρή. Προπαντὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς τόση ἀσήμαντη τὴν παρουσιάζει πρὶν γίνει πράξη, ὥστε φαίνεται στὸν ἀδελφὸ ὅτι σχεδὸν δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ χυθεῖ στὴ γῆ ἕνα ποτῆρι κρύο νερό.
Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως, ὁ πονηρὸς τὴν παρουσιάζει ὑπερβολικὰ βαριὰ στὰ μάτιαἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε, σηκώνοντας ἐναντίον του μύρια κύματα λογισμῶν, ἔτσι ὥστε, πνίγοντας μέσα σ᾿αὐτὰ τὴ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ τὸν καταποντίσει στὸ βυθὸ τῆς ἀπελπισίας.
Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὲς τὶς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, πρόσεχε μὴ σὲγελάσει καὶ ἁμαρτήσεις. Ἀλλὰ κι ἂν ἔχεις ἤδη πέσει σ᾿ ἕνα παράπτωμα, μὴν τὸ συνεχίζεις, ἀπελπισμένος γιὰ τὴ σωτηρία σου. Σήκω καὶ γύρνα πίσω στὸν Κύριο καὶ Θεό σου.
Κι Ἐκεῖνος θὰ σ᾿ ἐλεήσει. Γιατὶ ὁ Δεσπότης μας εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶπολυέλεος, καὶ δὲν περιφρονεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, ἀλλὰ πρόθυμα καὶ μὲ χαρὰ τοὺς δέχεται.
Ὅταν λοιπὸν σοῦ λέει ὁ ἐχθρός, «Χάθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ σωθεῖς!», ἐσὺ πές του: «Ἐγὼ ἔχω Θεὸεὔσπλαγχνο καὶ μακρόθυμο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπελπίζομαιγιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωροῦμε τὸ συνάνθρωπό μας «ἕωςἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22), ὁ Ἴδιος, πολὺ περισσότερο, θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺἐπιστρέφουν κοντά Του μ᾿ ὅλη τους τὴν ψυχή». Κι ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὸν πόλεμο.
Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Τὶς ἀμελεῖς καὶ ρᾴθυμες ψυχές, ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, κι ἐκεῖνες ποὺ ἀπὸ νωθρότητα δὲν καταφέρνουν νὰ προκόψουν στὴν ἀρετή, καθὼς καὶ ὅσες κυριεύονται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, πρέπει νὰ τὶς ἐνθαρρύνουμε. Ἂν μάλιστα παρουσιάσουν ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ καλό, νὰ τὸ θαυμάζουμε καὶ νὰ τὸμεγαλοποιοῦμε. Ἀπεναντίας, καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ μεγάλα σφάλματά τους, νὰ τὰ χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σὰν πολὺ μικρὰ κι ἀσήμαντα.
Γιατὶ ὁ διάβολος, ποὺ θέλει ὅλα νὰ τὰ διαστρέφει γιὰ νὰ μᾶς κολάσει, προσπαθεῖ νὰ κρύβει ἀπὸτοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἐπιμελεῖς στὴν ἄσκηση τὶς ἁμαρτίες τους, κάνοντάς τους νὰ τὶς ξεχνοῦν, γιὰ νὰτοὺς ρίξει ἔτσι στὴν ὑπερηφάνεια. Ἐνῷ, ἀντίθετα, στὶς ἀρχάριες καὶ ἀστερέωτες ψυχὲς παρουσιάζειἐξογκωμένα τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ νὰ τὶς ρίξει σὲ ἀπελπισία.
Νὰ πῶς πρέπει λοιπὸν νὰ παρηγοροῦμε τὶς ψυχὲς αὐτὲς ποὺ κλονίζονται: Νὰ τοὺς θυμίζουμε τὴνἀπέραντη συμπάθεια καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὶς βεβαιώνουμε πὼς ὁ Κύριός μας εἶναι πολυέλεος καὶσπλαγχνικὸς καὶ μακρόθυμος, ἕτοιμος πάντα νὰ ἀνακαλέσει τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἰωὴλ 2:13).
Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς νὰ φέρνουμε καὶ μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ νὰ φανερώνουν τὴνἀπροσμέτρητη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν. Νὰ τοὺς λέμε, γιὰπαράδειγμα:
Πὼς ἡ Ραὰβ ἦταν πόρνη, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴν πίστη της (Ἰησ. Ναυῆ 2:1 κ.ἔ. Ἑβρ. 11:31). Πὼς ὁΠαῦλος ἦταν διώκτης, ἔγινε ὅμως σκεῦος ἐκλογῆς. Καὶ πὼς ὁ λῃστὴς λεηλατοῦσε καὶ σκότωνε, ἀλλὰ μ᾿ἕναν του μόνο λόγο ἄνοιξε.