Των ψυχών


Αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου
«…Έρχεται έξαφνα μία ώρα, αδελφοί, και όλα παύουν. Μικρός πυρετός και πόνος, και όλα σαν τίποτα λογαριάζονται. Μία νύχτα βαθιά και σκοτεινή και οδυνηρή, και φέρεται σαν κατάδικος εκεί όπου τον πηγαίνουν. Πολλών σου είναι άνθρωπε, των οδηγών η ανάγκη, πολλών σου των βοηθών και ευχών την ώρα εκείνη του χωρισμού της ψυχής σου. Μέγας τότε ο φόβος καί ο τρόμος, μέγα το μυστήριο και η περίσταση, μεγάλη η διάβαση προς εκείνο τον κόσμο… Μέγα και ανεκδιήγητο το του θανάτου μυστήριο, και ουδείς δύναται να το διηγηθεί σε εμάς. Ότι φρικτά και φοβερά είναι εκείνα τα οποία βλέπει η ψυχή, αλλά ουδείς από εμάς γνωρίζει, παρά μόνον εκείνοι οι απερχόμενοι...
Δεν βλέπεις, οπόταν στους τελευτώντας Αδελφούς και ψυχορραγούντας παρακαθήμεθα, ποια φοβερά βλέπουμε τότε να γίνονται; Πως ταράσσονται και στενάζουν; Πως ιδρώνουν ψυχρό και πικρό ιδρώτα, όπως οι θεριστές όταν θερίζουν; Πως τους οφθαλμούς περιστρέφουν εδώ και εκεί; Πως μερικοί τρίζουν τα δόντια και τρομάζουν; Πως ταράσσονται και τις τρίχες τους ανασπούν; Πως από την κλίνη σηκώνονται, και θέλοντας να φύγουν δεν μπορούν, διότι βλέπουν εκείνα, όπου ουδέποτε είδαν, και ακούν εκείνα, όπου ουδέποτε άκουσαν, και παθαίνουν εκείνο, όπου ουδέποτε έπαθαν; Ζητούν αυτόν που θα τους λυτρώσει και κανείς δεν τους λυτρώνει, ζητούν αυτόν που θα τους συνοδεύσει και κανείς δεν είναι ο συνοδεύων, παρακαλούν και ουδείς ο τολμών…». Ουαί, ουαί σ’ εμάς λέγοντας ο απερχόμενος, όλους εμάς αποχαιρετά καί λέγει: «…Δάκρυα δεν έχω και παρακαλώ σας δακρύσατε για μένα, συμπαθήστε καί προσευχηθείτε προς Κύριον, για να βρω εκεί μικρή άνεση, για να λάβω εκεί μικρό έλεος διότι πολύ αμάρτησα. Και τι για μένα κεριά ανάβεται, αδελφοί, εφ’ όσον εγώ την λαμπάδα της ψυχής μου δεν άναψα; Τι με ενδύματα λαμπρά ενδύετε; εφ’ όσον εγώ ένδυμα γάμου για τον εαυτό μου δεν ετοίμασα; Τι και με ύδωρ το σώμα μου πλύνετε, εφ’ όσον εγώ δεν έπλυνα τον εαυτό μου διά του των δακρύων ύδατος; Τι και στον τάφο με τους Οσίους με κατατίθεται, των οποίων τον βίο και τον τρόπο δεν έπραξα; Οίμοι πως τον εαυτόν μου επλάνησα, και ενέπαιξα λέγων: όσο είμαι νέος, θα απολαύσω της του κόσμου χαράς, θεραπεύσω μου την σάρκα, και ύστερα μετανοώ, διότι ο Θεός φιλάνθρωπος ών, πάντως ποιήσοι μου την συγχώρηση. Αυτά εννοών κάθε ημέρα, την ζωή μου κακώς δαπάνησα, εδιδασκόμην, και δεν επρόσεχα, ερμηνευόμην και καταγελούσα, ήκουα των Γραφών, καί ως μη ακούων εποίουν, ήκουα περί κρίσεως και θανάτου, και ως αθάνατος και αιώνιος καταφρονούσα. Και ιδού ανέτοιμος απέρχομαι…».
«…Διότι τι είναι ο άνθρωπος; Ουδέν, σκώληξ, τέφρα, σκιά και όνειρο. Ίδε, διέβη και απήλθε, έπαυσε και κατεσίγησε εκείνος ο πολύς, ο ανδρειωμένος, ο τύραννος, ο δυνάστης, ο υψηλός, ο εις πάντα φοβερός κείται ως πρόβατο. Ίδε, απήλθε και παρήλθε, ο φανείς ως μη φανείς, ο δένων εδέθη και ιδού τον πηγαίνουν… Τότε παραλαβόντες οι Άγγελοι την ψυχή, δια του αέρος απέρχονται, ενώ καθ’ οδόν στέκονται αρχές και εξουσίες, και οι κοσμοκράτορες των εναντίων δυνάμεων, οι πικροί κατήγοροί μας, οι σκληροί τελώνες και λογοθέτες καί φορολόγοι στον αέρα συναπαντώνται, λογοθετούντες, εξετάζοντες, αναφέροντες τα του ανθρώπου αμαρτήματα και επιδεικνύοντες τα χειρόγραφα, δια τα εν νεότητι και εν τω γήρει, τα εκούσια και τα ακούσια, τα δι’ έργων και λόγων και ενθυμήσεων πραχθέντα… Και η μεν ψυχή αποφέρεται υπό των Αγίων Αγγέλων, εμείς το θνητό σώμα κηδεύσαντες, και ως ξένον εκ του οίκου του εκβάλλοντες προς τον τάφο σπουδαίως τότε το φέρουμε. Και εκεί βλέπουμε άλλο μέγα και φοβερότατο Μυστήριο, κατανοώντας του νεκρούς, τους βασιλείς και ιδιώτες, τους τυράννους και δούλους, όλους στο χώμα γενομένους, ως κονιορτός και δυσωδία, ως μία σαπρία και σκώληξ. Ως μαύρος αράπης, έτσι και ο εύμορφος, ως ο νέος, έτσι και ο γέρος, ως ο παράλυτος, έτσι και ο δυνατός, όλοι ένας κονιορτός γενόμενοι, διότι γή είναι, και στη γη πηγαίνουν…».
«…Όταν ο Θεός φανερώς έλθει και όλοι θα τον βλέπουν, τότε γύρωθεν αυτού καταιγίδα τρομακτική θέλει συγκλονίσει τον ουρανό και τη γη. Διότι έρχεται Κύριος για να κρίνει τον λαό Του, και τότε πάσα σαρξ θέλει παρασταθεί στο φοβερό εκείνο Κριτήριο, όπου δεν υπάρχει βασιλεύς ή υποκείμενος, αλλά εξ’ ίσου πάντες κατάδικοι, όλοι δεδεμένοι, όλοι γυμνοί, μηδεμίαν έχοντες άλλη σκέψη, αλλά τρέμοντες, κλαίοντες, ταρασσόμενοι και αγωνιώντας, μεριμνούν ο καθένας τι να πεί, ή τι να απολογηθεί στον Κριτή περί των κακών τα οποία έπραξε. Που εκεί των βασιλέων η φαντασία; Που η των τυράννων μεγαλαυχία; Που η των αφρόνων υπερηφανία; Που η της νεότητος κακία; Που ο στολισμός των ενδυμάτων; Που οι παραστεκόμενοι και παρατρεχάμενοι δούλοι; Που ο χρυσός και ο άργυρος; Που τα χρυσοχάλινα άλογα; Που τα μυρίσματα και τα καπνίσματα τα απολλύμενα; Που τα νυκτός και ημέρας γινόμενα συμπόσια; Που οι μετά χορών και τυμπάνων τον οίνο πίνοντες, του δε Θεού και των πενήτων καταφρονούντες; Ουδέν τούτων είναι εκεί, αλλά πικρό ουαί. Δεν υπάρχει εκεί μέριμνα πλούτου, αλλά φρίκη και τρόμος, δεν υπάρχει εκεί ευημερία, αλλά μέγας σκοτασμός, δεν υπάρχει εκεί χορός, αλλά θρήνος, δεν υπάρχει εκεί νεότητος φαντασία, αλλά εν τω άδη εξορία, δεν υπάρχει εκεί παρακάλεση εκείνη την φοβερά ώρα, αλλά δικαία και ακριβής ανταπόδοση. Εάν εποίησες εδώ στους πτωχούς συμπάθεια, καλοί μάρτυρες στον Χριστό και παρακαλεστοί για σένα οι ελεηθέντες από σένα πένητες, οι ορφανοί και οι χήρες, οι ξένοι και οι τυφλοί και οι αδύνατοι, οι εν ερήμοις και εν φυλακαίς και εν εξορίες. Μεγάλοι σου βοηθοί τούτοι τότε θέλουν γίνει, υποδεικνύοντες στον Χριστό όσα σ’ αυτούς έχεις δώσει, εκείνα με τα οποία αυτούς εσκέπασες και έθρεψες και ανέπαυσες, ως αδελφούς όντας του Χριστού…».

0 Comments:

Post a Comment