Περίμενα με λαχτάρα αυτή την ώρα...

«Τί να σας πρωτοπώ, παιδιά μου, για το πώς έγινα μοναχός. Είναι μεγάλη ιστορία η ζωή μου στο Άγιον Όρος. Όταν ήμουνα πιά δεκατεσσάρων χρονών, ο Γέροντάς μου με κάλεσε και μου είπε:

- Τί θα κάνεις, τί πρόγραμμα έχεις; Θα μείνεις εδώ;

- Θα μείνω! είπα γεμάτος ευχαρίστηση και χαρά.

- Βάλε μετάνοια.

Έβαλα μετάνοια. Τότε μου έφερε ένα ράσο δικό του, που ήταν παλιό για τις δουλειές. Ήταν μπαλωμένο τόσο, πού δε φαινόταν το αρχικό του ύφασμα και στο λαιμό απ΄τον ιδρώτα πολύ λιγδιασμένο. Είχα δει τα καλογεράκια πού ήταν στο κυριακό και πού ήταν ωραία ντυμένα κι είχα φανταστεί ένα τέτοιο ράσο. Πού να σας τα λέω! Περίμενα με λαχτάρα αυτή την ώρα. Και σαν παιδί πού ήμουν σκεφτόμουνα και τα ράσα πού θα μού φορούσαν, πόσο ωραία, πόσο καινούρια θα ήταν. Αλλ΄όταν ήλθε η ώρα, τί να δω! Κουρελιασμένα, μπαλωμένα. Στενοχωρέθηκα λίγο, για πέντε λεπτά. Έ, ήμουνα και μικρός, δεκατεσσάρων χρονών. Δέ μίλησα όμως, δεν παραπονέθηκα. Όταν το είδα το ράσο, αισθάνθηκα μια δυσκολία, όπως σας είπα, αλλ΄αμέσως το γύρισα στο καλό.

- Νά΄ναι ευλογημένο! είπα και το πήρα.

Δεν ξανασκέφτηκα τίποτε. Σκέφτηκα τους ασκητές που φορούσαν τρίχινα ζωστικά και ποτέ δεν τα έβγαζαν, ούτε τα έπλεναν. Ο Θεός μου έδωσε γι΄αυτό μεγάλη παρηγορία. Πήγα στο ψαλτήρι. Μου έπεσε η Επιστολή του Ιωάννου. Και την ίδια μέρα, Θεέ μου, μου μίλησες, Θεέ μου, μού μίλησες πολύ...»


Δυό-τρία χρόνια αργότερα έγινα μεγαλόσχημος.

«Την προηγούμενη μέρα είχα και μια ακόμη ξεχωριστή ευλογία. Έπρεπε να πάμε με τον Γέροντά μου στη Μεγίστη Λαύρα, για να πάρουμε άδεια για την κουρά. Ο ηγούμενος που έδωσε την άδεια ήταν πολύ άγιος. Εκεί που πηγαίναμε απ΄το ασκητήριο του Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου στη Λαύρα, κατά τη διαδρομή για πρώτη φορά άκουσα το άρωμα το ουράνιο. Με πλημμύρισε η μυρωδιά και το είπα στον Γέροντά μου. Εκείνος μ΄απλότητα το άκουσε, δεν είπε τίποτε και προχώρησε. Έτσι πρέπει να τα βλέπουμε, απλά. Για δεύτερη φορά άκουσα το άρωμα στα οστά του Αγίου Χαραλάμπους.

Το βράδυ της κουράς μου όλοι οι πατέρες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, στο κυριακό, έκαναν αγρυπνία, είπαν ωραία κατανυκτικά ψάλματα κι εγώ ήμουν με λευκές κάλτσες, ανυπόδητος, και γεμάτος κατάνυξη. Έβαλα σ΄όλους μετάνοια, προσκύνησα τις εικόνες και ο προεστώς μου απηύθυνε τις ειδικές ερωτήσεις του μεγαλοσχήμου. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα απ΄τη συγκίνηση. Αφού τελείωσε η αγρυπνία, πήγαμε στο κελλί. Ήμουν πολύ χαρούμενος αλλά και σιωπηλός. Ήθελα να είμαι μόνος μόνω Θεώ. Όταν είσαι σ΄αυτήν την κατάσταση, δέ θέλεις ούτε να ψάλλεις ούτε να μιλάς. Ζητάς τη σιγή, για ν΄ακούς καθαρά τη φωνή του Χριστού».


Στο ΄Αγιον ΄Ορος πολύ μου άρεσαν οι αγρυπνίες...

«Η ζωή του Αγίου Όρους είναι ζωή αγρυπνίας. Στην αγρυπνία, όταν γίνεται σωστά, όταν, δηλαδή, αυτοί που συμμετέχουν είναι ενωμένοι στην κοινή λατρεία, δημιουργείται μια ατμόσφαιρα πνευματική, πού όλοι μπαίνουν εύκολα μέσα σ΄αυτή κι επέρχεται μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Λεπτύνεται η ψυχή και δημιουργούνται οι πιο κατάλληλες προϋποθέσεις για πνευματική ανάταση και βαθιά επικοινωνία με τον Κύριο. Στο Άγιον Όρος δυό η ώρα γίνεται ξεσηκωμός. Αισθανόμουνα δέος την ώρα εκείνη. Η προσευχή έσειε τον τόπο, τον πνευματικό κόσμο. Νά ποιά είναι η αγάπη στον Χριστό. Εμένα στο Άγιον Όρος πολύ μου άρεσαν οι αγρυπνίες. Γινόμουνα άλλος άνθρωπος. Ήμουνα πάντα πολύ προσηλωμένος. Διέθετα μεγάλη αγάπη ν΄ακούσω τα λόγια. Το μυαλό μου ούτε μια στιγμή δεν ήθελα να το κλέψει ο ύπνος. Δέ νύσταζα, παρακολουθούσα με έρωτα. Όταν καμιά φορά καθόμουν στο στασίδι, δεν ακουμπούσα τη ράχη μου πίσω στο στασίδι, για να μήν αποκοιμηθώ. Και μετά τη Θεία Λειτουργία, πάλι δεν ήθελα να κοιμηθώ. Κυριαρχούσε η αγάπη, γι΄αυτό έμενα ξάγρυπνος».


Το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι η υπακοή...

«Πολλοί στο Άγιον Όρος ζήσανε μυστικά. Πεθάνανε χωρίς κανείς να τους γνωρίζει. Κι εγώ ήθελα να ζήσω έτσι μυστικά. Ούτε ιεροκήρυκας ήθελα να γίνω, ούτε κάτι άλλο. Ούτε είχα ποτέ σκεφτεί να βγω έξω απ΄το Άγιον Όρος. Παιδάκι μικρό μέσα σε τέλεια ερημιά! Για να καταλάβω το έρημον και το αβοήθητον, ανέβαινα στο βουνό, έμενα ώρες εκεί κι ήθελα να ζω σαν ερημίτης. Έβρισκα αγριάδες και τις έτρωγα. Το έκανα για άσκηση. Ήθελα να ζήσω μόνος μου, όπως ο άγιος που αγάπησα από μικρούλης, ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης. Αυτός είναι ο αγαπητός μου άγιος. Αυτόν εγώ μιμήθηκα. Μου έκανε εντύπωση πως άντεξε να μένει εκεί, κοντά στους γονείς του, κι έστησε την καλύβη του δίπλα τους χωρίς να αποκαλυφτεί και τους ενίσχυε συνεχώς: "Έπηξας την καλύβην πρό πυλών σών γονέων".
Έτσι λέει το τροπάριό του:

"Έκ βρέφους τόν Κύριον, επιποθήσας θερμώς,
τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά έν κόσμω τερπνά,
καί ήσκησας άριστα,
έπηξας τήν καλύβην, πρό πυλών σών γονέων,
έθραυσας των δαιμόνων, τάς ενέδρας παμμάκαρ,
διό σε Ιωάννη Χριστός αξίως εδόξασεν".

Και το εξαποστειλάριο:

"Πτωχός ώς άλλος Λαζαρος, προσεκαρτέρεις Όσιε,
τών γεννητόρων πυλώσι, στενοχωρούμενος Πάτερ,
μικρά καλύβη πάνσοφε, άλλ΄εύρες νύν ευρύχωρον,
τήν μετ΄Αγγέλων σκήνωσιν,
καί των αγίων απάντων, έν ουρανοίς Ιωάννη".

Στον Γέροντά μου τα έλεγα όλα. Ναί, όλα όσα σκεφτόμουν, κι εκείνος κάπου-κάπου μου έλεγε, όταν έβλεπε υπερβολές:

- Πλάνη, παιδί μου.

Όλη μου η ζωή ήταν ένας Παράδεισος. Προσευχή, λατρεία, εργόχειρο, υπακοή στους Γέροντές μου. Αλλά η υπακοή μου ήταν αποτέλεσμα αγάπης, όχι αναγκαστική. Αυτή η ευλογημένη υπακοή πολύ με ωφέλησε. Μ΄άλλαξε. Έγινα ξύπνιος, γρήγορος, πιό γερός στο σώμα και στην ψυχή. Μ΄έκανε να τα γνωρίζω όλα. Πρέπει μέρα νύχτα να δοξάζω τόν Θεό, πού μ΄αξίωσε να ζήσω έτσι σ΄αυτή τη ζωή.

Πάνω στην υπακοή είχα σκύψει και εγκύψει. Τα υπόλοιπα, πού ο Θεός έφερε στη ζωή μου, ήλθαν μόνα τους. Και το χάρισμα το προορατικό μου δόθηκε απ΄τον Θεό εξαιτίας της υπακοής. Η υπακοή δείχνει την αγάπη πρός τον Χριστό. Κι ο Χριστός ιδιαίτερα αγαπάει τους υπάκουους. Γι΄αυτό λέει:

"Εγώ τούς εμέ φιλούντας αγαπώ, οι δέ εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν".

Μες στην Αγία Γραφή όλα είναι γραμμένα, αλλά κεκαλυμμένα».




Από το βιβλίο «Βίος και Λόγοι», γ.Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου



Την ευχή του να έχουμε...

0 Comments:

Post a Comment