Επί βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.), ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας ενάρετος και πλούσιος άνθρωπος ονόματι Ιουλιανός, που είχε μοναχογιό τον Θεόφιλο. Όταν όμως γέρασε, πτώχευσε χάνοντας όλα του τα πλούτη, μένοντας πένης και άπορος. Αναγκάσθηκε έτσι να ζητήσει από τον γιο του τη χάρη, να δεχθεί να τον πουλήσει ως δούλο σε κάποιον αφέντη, ώστε να μπορέσει να ζήσει αξιοπρεπώς στα γηρατειά του, κάτι που αποδέχθηκε ο ταπεινόφρων και πρόθυμος Θεόφιλος, δίνοντας συμβουλή στον γιο του ότι μέχρι που να πεθάνει να φροντίσει να πηγαίνει πριν από κάθε δουλειά του και να συμμετέχει στη Θεία Λειτουργία και μετά την απόλυση της Εκκλησίας να πηγαίνει στην εργασία του, καθώς επίσης και να έχει πάντοτε πολλή ευλάβεια στην Παναγία...
Ο πατέρας πράγματι, πώλησε τον γιο του σε κάποιον πατρίκιο του παλατιού, ο οποίος αγάπησε τον Θεόφιλο εξ’ αιτίας της μεγάλης του υπακοής, της σωφροσύνης, της ταπείνωσης, της ομορφιάς καί τις γνώσεις του, προτιμώντας να τον έχει πάντοτε στην συνοδεία του επειδή ήταν επιμελής. Μία ημέρα όμως, πηγαίνοντας ο αφέντης για μια υπόθεση του βασιλείου, ξέχασε τον χαρτοφύλακά του και έστειλε τον Θεόφιλο να τον φέρει γρήγορα. Εισερχόμενος εκείνος στο δωμάτιο του αφέντη του πήρε τον χαρτοφύλακα, αλλά την στιγμή εκείνη στο κρεβάτι εμοίχευε η γυναίκα του αφέντη με έναν δούλο της. Ο Θεόφιλος από την βιασύνη του δεν έδωσε σημασία, όμως εκείνοι νόμισαν ότι τους είδε και σχεδίασαν να τον κατηγορήσουν ψευδώς για να καλύψουν την παρανομία τους.
Όταν επέστρεψε ο πατρίκιος, του είπε η γυναίκα του, ότι ο Θεόφιλος επιχείρησε να την ατιμάσει, αλλά ευτυχώς την γλίτωσε ο δούλος της. Και για την σωτηρία της ψυχής της, του ζήτησε ότι εάν αύριο δεν δει κομμένη την κεφαλή του, θα πάρει την προίκα της και θα φύγει από την οικία. Θυμωμένος τότε ο πατρίκιος, συναντήθηκε με τον έπαρχο και του ζήτησε να αποστείλει τον δούλο του, να του κόψει την κεφαλή του, και να του την αποστείλει. Έτσι με τις μαρτυρίες τριών ψευδομαρτύρων απεφασίσθη η θανάτωση του Θεόφιλου.
Το πρωί κάλεσε ο πατρίκιος τον Θεόφιλο και του είπε να πάει στον έπαρχο και να του πει τους χαιρετισμούς του. Ξεκινώντας ο ενάρετος δούλος πέρασε πρώτα από έναν Ναό της Παναγίας που εκείνη την ώρα λειτουργούσε και ενθυμούμενος την συμβουλή του πατέρα του έμεινε μέχρι την απόλυση. Στο παλάτι όμως, ο κακός δούλος που μοίχευσε με την κυρία του, βλέποντας ότι αργούσε ο έπαρχος να στείλει την κεφαλή του Θεόφιλου, θέλησε να πάει εκείνος να την λάβει. Εισερχόμενος στην οικία του έπαρχου, μόλις τον χαιρέτησε εκ μέρους του πατρικίου, ευθύς ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλή! Μετά από λίγο κατέφθασε και ο ανυποψίαστος Θεόφιλος, που αφού χαιρέτησε τον έπαρχο παρέλαβε σε σφραγισμένο σάκο την κεφαλή του μοιχού. Όταν επέστρεψε στην οικία του πατρικίου, θαύμασαν όλοι που ήταν ζωντανός. Τον ρώτησαν τότε τι κρατούσε και απήντησε ότι του έδωσε ο έπαρχος αυτό το πράγμα χωρίς να γνωρίζει τι έχει μέσα! Αποσφραγίζοντας τον σάκο οι υπηρέτες, βρήκαν την κεφαλή του μοιχού δούλου. Αντικρίζοντας αυτό το φρικιαστικό θέαμα, η μοιχαλίδα σύζυγος τα ’χασε! Αφού συνήλθε αργότερα, κατάλαβε ότι αποδόθηκε εκ Θεού η δίκαιη απόφαση και μετανοημένη ομολόγησε στον αφέντη της ότι τρεισήμισι χρόνια έπραττε κρυφά την αμαρτία με τον δούλο και ότι αδίκως κατηγόρησε τον Θεόφιλο που δεν έφταιξε σε τίποτα. Ευθύς ζήτησε συγχώρεση και έδωσε υπόσχεση να είναι στο εξής έντιμη.
Ο πατρίκιος αφού ζήτησε και έμαθε λεπτομερώς από τον Θεόφιλο για την ζωή του, τον είχε πλέον σαν γιο του και όχι ως δούλο, αφήνοντάς τον κληρονόμο όλου του πλούτου του.
Από το συναξάρι της 10ης Φεβρουαρίου